Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΑΙΝΤΑ. (ΧΑΝΣ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΝΤΕΡΣΕΝ)

«Τα φτωχά μου λουλούδια φαίνονται τόσο μαραμένα!» είπε η μικρή Αϊντα. «Μόλις χτες το απόγευμα ήταν τόσο όμορφα, και τώρα όλα τα φύλλα έχουν γείρει. Γιατί το κάνουν αυτό;» ρώτησε τους μαθητές που κάθονταν στον καναπέ. Ήταν ένας από αυτούς, που ήταν ο αγαπημένος της, γιατί της έλεγε τις ωραιότερες ιστορίες και της έφτιαχνε τα πιο διασκεδαστικά πράγματα από χαρτί,καρδιές με μικρές κυρίες να χορεύουν μέσα σε αυτές, και ψηλά κάστρα με πόρτες που άνοιγαν και έκλειναν. Ήταν ένας χαρούμενος μαθητής. «Γιατί τα λουλούδια φαίνονται τόσο άθλια σήμερα;» ρώτησε ξανά, δείχνοντας του ένα μπουκέτο από μαραμένα λουλούδια.
« Δεν γνωρίζεις;» Απάντησε ο μαθητής. «Τα λουλούδια πήγαν σε έναν χορό χτες το βράδυ, και είναι κουρασμένα. Γι’ αυτό έχουν κρεμασμένα τα κεφάλια τους.»
« Τι ιδέα,» αναφώνησε η μικρή Αϊντα. «τα λουλούδια δεν χορεύουν!»
« Μα φυσικά και χορεύουν! Όταν είναι σκοτεινά, και έχουμε πάει όλοι στα κρεβάτια μας, χορό πηδούν όσο πιο χαρούμενα γίνεται. Έχουν χορό σχεδόν κάθε βράδυ.»
« Και μπορούν και τα παιδιά να πάνε στο χορό;» Ρώτησε η Αϊντα.
« Ω, ναι,» είπε ο μαθητής· « οι μαργαρίτες και τα κρινάκια του αγρού, είναι πολύ μικρά.»
« Και πότε χορεύουν τα ομορφότερα λουλούδια;»
« Δεν έχεις πάει στον πελώριο κήπο έξω από τις πύλες της πόλης, μπροστά στο κάστρο όπου ζει ο βασιλιάς το καλοκαίρι - τον κήπο που είναι γεμάτος με τόσα όμορφα λουλούδια; Σίγουρα θυμάσαι τους κύκνους που έρχονται κολυμπώντας όταν τους δίνεις κομμάτια ψωμί; Πίστεψε με, έχουν μεγάλους χορούς εκεί.»
« Ήμουν εκεί έξω μόνο χθες μαζί με τη μητέρα μου,» είπε η Αϊντα, «αλλά δεν είχαν φύλλα τα δέντρα, και δεν είδα ούτε ένα λουλούδι. Τι έπαθαν; Ήταν τόσα πολλά το καλοκαίρι.»
« Είναι μέσα στο παλάτι τώρα,» απάντησε ο μαθητής. «Μόλις ο βασιλιάς και οι ακόλουθοί του επιστρέψουν στην πόλη, τα λουλούδια φεύγουν από τον κήπο και μπαίνουν μέσα στο παλάτι, όπου έχουν τις καλύτερες βραδιές. Αχ, αν μπορούσες να τα δεις! Τα δύο πιο όμορφα τριαντάφυλλα κάθονται στον θρόνο και παριστάνουν τον βασιλιά και την βασίλισσα. Όλες οι ψηλές και κόκκινες σελώσιες στέκονται μπροστά τους και υποκλίνονται· είναι οι αρχιθαλαμηπόλοι τους. Μετά έρχονται όλα τα όμορφα λουλούδια, και αρχίζει ο χορός. Οι μπλε βιολέτες αντιπροσωπεύουν τους δόκιμους του ναυτικού· χορεύουν με τους υάκινθους και τους κρόκους, που είναι οι νεαρές κυρίες. Οι τουλίπες και οι πολύχρωμοι κρίνοι είναι οι μεγαλύτερες κυρίες- οι συνοδοί των νεαρών κυριών- που επιβλέπουν ότι ο χορός καλά κρατεί και πως όλα γίνονται όπως πρέπει.»
«Μα,» ρώτησε η μικρή Αϊντα, «δεν υπάρχει κανείς να πειράξει τα λουλούδια που τολμούν να χορεύουν στο κάστρο του Βασιλιά;»
«Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα,» απάντησε ο μαθητής. «Μία φορά στο τόσο, κατά την διάρκεια της νύχτας, ο γέρος οικονόμος του κάστρου, για να είναι σίγουρος, έρχεται μέσα με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά για να δει πως όλα είναι εντάξει· αλλά την ίδια στιγμή που τα λουλούδια ακούν τον ήχο των κλειδιών στέκονται εντελώς ακίνητα ή κρύβονται πίσω από τις μακριές μεταξωτές κουρτίνες.Και τότε ο γέρο-οικονόμος λέει «Μα μου μυρίζουν λουλούδια εδώ μέσα» αλλά δεν μπορεί να τα δει.»
«Αυτό είναι πολύ αστείο,» αναφώνησε η μικρή Αϊντα,χτυπώντας τα χέρια της από χαρά· «αλλά δεν θα έπρεπε να μπορώ να δω τα λουλούδια;»
«Για να είσαι σίγουρη ότι θα τα δεις,» απάντησε ο μαθητής.«Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να θυμηθείς να κρυφοκοιτάξεις από το παράθυρο την επόμενη φορά που θα πας στο κάστρο. Εγώ αυτό έκανα, ώσπου μια μέρα, είδα ένα ψηλό κατακίτρινο κρίνο να ξεκουράζεται στον καναπέ, ήταν μία από τις κυρίες της αυλής.»
«Πηγαίνουν και τα λουλούδια του Βοτανικού Κήπου στο χορό;Μπορούν να διανύσουν τόσο μεγάλη απόσταση;»
«Σίγουρα,» είπε ο μαθητής· «γιατί τα λουλούδια μπορούν και να πετάξουν αν αυτά το θελήσουν. Δεν έχεις προσέξει τις πανέμορφες κόκκινες και κίτρινες πεταλούδες που μοιάζουν τόσο πολύ με λουλούδια; Στην πραγματικότητα είναι λουλούδια. Πετάνε μακριά από τους μίσχους τους ψηλά μέσα στον αέρα χτυπώντας τα πέταλά τους ακριβώς σαν να ήταν φτερά, και κάπως έτσι τα καταφέρνουν να πετάξουν. Σαν επιβράβευση όταν είναι πολύ καλά τους επιτρέπεται να πετούν και κατά την διάρκεια της μέρας, αντί να κάθονται ήσυχα πάνω στους μίσχους τους στο σπίτι τους, μέχρι να γίνουν τα πέταλά τους πραγματικά φτερά.Αυτά που βλέπεις κι εσύ.»
« μπορεί όμως τα λουλούδια στον Βοτανικό κήπο να μην έχουν πάει ποτέ στο κάστρο του βασιλιά. Μπορεί να μην έχουν ακούσει πως εκεί γίνονται χοροί κάθε νύχτα. Μα θα σου πω αυτό· αν,την επόμενη φορά που θα πας στον κήπο, ψιθυρίσεις σε ένα από τα λουλούδια πώς ένας μεγάλος χορός θα λάβει χώρα στο κάστρο, τα νέα θα διαδοθούν από λουλούδι σε λουλούδι και όλα θα πετάξουν μακριά. Και τότε όταν ο καθηγητής έρθει στον κήπο του δεν θα βρει ούτε ένα λουλούδι, και ούτε θα μπορεί να φανταστεί τι τους συνέβη.»
« Μα πώς μπορεί το ένα λουλούδι να το πει στο άλλο; Γιατί είμαι σίγουρη πως δεν μπορούν να μιλήσουν.»
« όχι· έχεις δίκιο, » απάντησε , ο μαθητής. «Δεν μπορούν να μιλήσουν, αλλά μπορούν να κάνουν νοήματα. Έχεις ποτέ παρατηρήσει πως όταν ο άνεμος φυσά τα λουλούδια γνέφουν το ένα στο άλλο και κουνούν τα πράσινα τους φύλλα; Μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο όπως και εμείς μιλάμε μεταξύ μας.»
« και ο καθηγητής μπορεί να καταλάβει αυτήν την παντομίμα;» ρώτησε η Αϊντα.
« ω, σίγουρα· το λιγότερο ένα κομμάτι αυτής. Ήρθε στον κήπο ένα πρωί και είδε την μεγάλη τσουκνίδα να κάνει νοήματα με τα φύλλα της σε ένα πανέμορφο κόκκινο γαρύφαλλο. Του έλεγε, «είσαι τόσο όμορφο, σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά μου!» Αλλά στον καθηγητή δεν αρέσουν αυτά τα πράγματα, και έκοψε όλα τα φύλλα της τσουκνίδας, τα οποία είναι τα χέρια της, αλλά αυτή τον τσίμπησε,και από τότε αυτός δεν τόλμησε ξανά να αγγίξει τσουκνίδα.»
« Χα χα!» Γέλασε η μικρή Αϊντα, « αυτό είναι πολύ αστείο.»
« μα πως μπορεί κάποιος να βάλει τέτοια πράγματα μέσα στο κεφάλι ενός παιδιού;» είπε ο βαρετός σύμβουλος, που είχε έρθει για επίσκεψη.Δεν του άρεσε ο μαθητής και πάντα συνήθιζε να τον επιπλήττει οπότε τον έβλεπε να φτιάχνει αστείες χάρτινες φιγούρες, ο οποίος ένας άνδρας να κρέμεται από την αγχόνη κρατώντας μια καρδιά στα χέρια του για να δείξει ότι ήταν καρδιοκλέφτης, η μια γριά μάγισσα καβάλα στην μαγική της σκούπα και να κουβαλά τον άντρα της στην άκρη της μύτης της. Ο σύμβουλος δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιου είδους αστεία και πάντα του έλεγε, όπως και τώρα: « Μα πώς μπορεί κάποιος να βάζει τέτοιες θεωρίες στο κεφάλι ενός παιδιού;Είναι μόνο ανόητες φαντασίες.»
Αλλά για την μικρή Αϊντα όλα όσα της είχε πει ο μαθητής ήταν πολύ διασκεδαστικά, και συνέχισε να τα σκέφτεται. Ήταν σίγουρη τώρα πως τα χτεσινά όμορφα λουλούδια της κρέμασαν το κεφάλι τους επειδή ήταν κουρασμένα, και πως ήταν κουρασμένα γιατί είχαν πάει στον χορό. Έτσι τα πήγε στο τραπέζι όπου είχε τα παιχνίδια της. Η κούκλα της ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν, αλλά η Αϊντα της είπε, «Πρέπει να σηκωθείς από εδώ και, να κοιμηθείς απόψε στο συρτάρι,γιατί τα καημένα τα λουλούδια είναι άρρωστα και χρειάζονται το κρεβάτι σου για να κοιμηθούν, ίσως έτσι να είναι καλύτερα αύριο.»
Και αμέσως σήκωσε την κούκλα της, αν και εκείνη έδειξε ένα ενοχλείται που άφηνε το κρεβάτι της για χάρη των λουλουδιών.
Η Αϊντα ξάπλωσε τα λουλούδια στο κρεβάτι και τράβηξε την κουβέρτα από πάνω τους, συμβουλεύοντάς τα να ξαπλώσουν εκεί μέχρι να τους φτιάξει λίγο τσάι να πιουν, ώστε να νιώθουν καλύτερα αύριο. Και τράβηξε τις κουρτίνες πάνω από το κρεβάτι τους για να μην τα χτυπάει ο ήλιος μέσα στα μάτια τους.
Όλο το απόγευμα σκεφτόταν μόνο αυτά που της είπε ο μαθητής·και όταν πήγε στο κρεβάτι της, έτρεξε στο παράθυρο όπου οι τουλίπες και οι υάκινθοι της μητέρας της ήταν. Τους ψιθύρισε, «ξέρω πολύ καλά πως θα πάτε στον χορό απόψε.» Τα λουλούδια προσποιήθηκαν πως δεν την κατάλαβαν και δεν κούνησαν ούτε ένα φυλλαράκι τους, αλλά αυτό δεν άλλαξε το γεγονός πως η Αϊντα γνώριζε αυτά που γνώριζε ήδη.
Όταν ήταν στο κρεβάτι της, έμεινε πολύ ώρα ξαπλωμένη να αναρωτιέται πόσο όμορφα θα ήταν αν μπορούσε να δει τα λουλούδια να χορεύουν στο κάστρο του βασιλιά, και είπε στον εαυτό της, «Άραγε τα δικά μου λουλούδια έχουν στ’ αλήθεια πάει εκεί;» Και τότε την πήρε ο ύπνος.
Κατά την διάρκεια της νύχτας ξύπνησε. Ονειρεύτηκε τον μαθητή και τα λουλούδια και τον σύμβουλο, που της είπε ότι την κορόιδευαν. Όλα ήταν ακόμη μέσα στο δωμάτιο, η λάμπα ήταν ακόμη αναμμένη και ο μπαμπάς και η μαμά της κοιμόντουσαν και οι δυο.
«Αναρωτιέμαι αν τα λουλούδια μου είναι ακόμη ξαπλωμένα στο κρεβάτι της Σοφίας,» σκέφτηκε. «Πόσο θα ήθελα να ξέρω!» Ανασηκώθηκε και κοίταξε προς την πόρτα, η οποία ήταν μισάνοιχτη· εκεί μέσα ήταν τα λουλούδια της και όλα τα παιχνίδια της. Άκουσε, και της φάνηκε πως κάποιος έπαιζε πιάνο, αλλά πολύ απαλά, και πιο γλυκά από όσο είχε ακούσει ποτέ.
«Τώρα τα λουλούδια σίγουρα χορεύουν,» σκέφτηκε. « Αχ, πώς θα ήθελα να τα δω!», αλλά δεν τόλμησε να σηκωθεί από φόβο μήπως ξυπνήσει τον μπαμπά και την μαμά της. «Μακάρι να ερχόντουσαν εδώ μέσα!» Αλλά τα λουλούδια δεν ήρθαν και η μουσική συνέχισε να ακούγεται τόσο μεθυστική που δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο, και γλίστρησε από το μικρό της κρεβάτι, πήγε απαλά μέχρι την πόρτα, και μπήκε στο δωμάτιο. Πόσο όμορφο ήταν το θέαμα εκεί!
Δεν είχε λάμπα αναμμένη στο δωμάτιο, αλλά και πάλι ήταν αρκετά φωτεινά· το φεγγάρι έλαμπε μέσα από το παράθυρο και ήταν σχεδόν σαν μέρα. Οι υάκινθοι και οι τουλίπες στέκονταν σε δυο σειρές. Ούτε ένα δεν είχε μείνει δίπλα στο παράθυρο, όπου έβλεπες μόνο τις άδειες γλάστρες. Στο πάτωμα όλα τα λουλούδια χόρευαν όλο χάρη, κάνοντας όλες τις στροφές , και κρατώντας το ένα το άλλο από τα μακριά πράσινα φύλλα τους ενώ στριφογυρνούσαν. Στο πιάνο βρίσκονταν ένα μεγάλος κίτρινος κρίνος, τον οποίο θυμόταν η μικρή Αϊντα πως είχε δει το καλοκαίρι, και θυμήθηκε πως ο μαθητής είχε πει για τον κρίνο, «Πόσο μοιάζει με την δεσποινίδα Λώρα!», και πως όλοι γέλασαν με αυτή του την παρατήρηση. Αλλά τώρα αλήθεια σκέφτηκε πως ο κρίνος έμοιαζε πολύ στην νεαρή δεσποινίδα. Έπαιζε το πιάνο ακριβώς όπως εκείνη, γέρνοντας το μακρύ κίτρινο πρόσωπό του μια από την μια πλευρά και μια από την άλλη, και γνέφοντας συχνά στο άκουσμα της πανέμορφης μουσικής.
Ένας ψηλός μπλε κρόκος τώρα βγήκε εμπρός, ξεπήδησε πάνω από το τραπέζι όπου βρίσκονταν τα παιχνίδια της Αϊντα, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι της κούκλας και τράβηξε τις κουρτίνες.Εκεί ήταν ξαπλωμένα τα άρρωστα λουλούδια· αλλά σηκώθηκαν αμέσως, χαιρέτισαν τα υπόλοιπα λουλούδια, και έκαναν νόημα σε όλους πως θα ήθελαν κι αυτά να πάρουν μέρος στον χορό. Δεν έμοιαζαν καθόλου άρρωστα τώρα.
Ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε, σαν να έπεφτε κάτι από το τραπέζι. Η Αϊντα κοίταξε προς τα εκεί και είδε πως ήταν το ραβδί που είχε βρει στο κρεβάτι της την Καθαρά Δευτέρα, και που της είχε φανεί πως ευχόταν να ανήκε στα λουλούδια. Ήταν ένα όμορφο ραβδί, και μια φιγούρα από κερί που έμοιαζε πολύ στον σύμβουλο κάθισε πάνω του.
Το ραβδί άρχισε να χορεύει, και η κέρινη φιγούρα που κάθονταν πάνω του φάνηκε μεγάλη και σπουδαία, ακριβώς όπως και ο σύμβουλος, και άρχισε να κραυγάζει, «Μα πως μπορείς να γεμίζεις με τέτοια πράγματα το κεφάλι ενός παιδιού;» Ήταν πολύ αστείο να το βλέπεις και η μικρή Αϊντα δεν μπορούσε να σταματήσει να γελά, γιατί το ραβδί συνέχισε να χορεύει και μαζί με αυτό έπρεπε να χορέψει και ο σύμβουλος., - δεν μπορούσε κανείς να τον βοηθήσει,- η θα παρέμενε μεγάλος και τρανός πάνω στο ραβδί ή θα γινόταν πάλι μια μικρή κέρινη φιγούρα. Αλλά τα άλλα λουλούδια είπαν μερικά καλά λόγια γι’ αυτόν, ειδικά αυτά που είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι της κούκλας, έτσι στο τέλος το ραβδί τον άφησε στην ησυχία του.
Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα από το συρτάρι όπου η Σοφία, η κούκλα της Αϊντα, ήταν ξαπλωμένη μαζί με άλλα πολλά παιχνίδια.Έβγαλε το κεφάλι της έξω με ρώτησε με μεγάλη έκπληξη: «Γίνεται χορός εδώ πέρα;Γιατί κανείς δεν μου το είπε;» κάθισε πάνω στο τραπέζι περιμένοντας από τα λουλούδια να της ζητήσουν να χορέψει μαζί τους· αλλά επειδή κανένα δεν της ζήτησε, άφησε τον εαυτό της να πέσει στο πάτωμα για να κάνει μεγάλη φασαρία·και τότε όλα τα λουλούδια μαζεύτηκαν γύρω της για να την ρωτήσουν αν είχε χτυπήσει, και ήταν πολύ ευγενικά μαζί της, ειδικά αυτά που είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι της.
Δεν είχε χτυπήσει καθόλου, και έτσι τα λουλούδια την ευχαρίστησαν που τους δάνεισε το όμορφο κρεβάτι της και την πήγαν στην μέση του δωματίου, εκεί που έπεφτε η λάμψη του φεγγαριού, και χόρεψαν μαζί της, καθώς τα υπόλοιπα σχημάτιζαν ένα κύκλο γύρω τους. Έτσι τώρα η Σοφία ήταν ευχαριστημένη και τους είπε πως μπορούσαν να κρατήσουν το κρεβάτι της γιατί καθόλου δεν την πειράζει να κοιμάται στο συρτάρι.
Αλλά τα λουλούδια απάντησαν, « σε ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας για την καλοσύνη σου, αλλά δεν θα ζήσουμε αρκετά για να το χρειαστούμε· θα ΄χουμε μαραθεί μέχρι το πρωί. Αλλά να πεις στην μικρή Αϊντα να μας θάψει έξω στον κήπο κοντά στον τάφο των καναρινιών· και τότε εμείς θα ξυπνήσουμε ξανά το επόμενο καλοκαίρι και θα είμαστε ακόμη ομορφότερα από ότι ήμασταν φέτος.»
«Α,όχι, δεν μπορείτε να μαραθείτε,» είπε η Σοφία, φιλώντας τα καθώς το έλεγε· και τότε μια μεγάλη παρέα από λουλούδια την πλησίασε χορεύοντας. Η Αϊντα δεν μπορούσε να φανταστεί από πού μπορεί να ήρθαν, παρά μόνο από τον κήπο του βασιλιά. Δύο πανέμορφα τριαντάφυλλα ηγούνταν της παρέας,φορώντας ολόχρυσες κορώνες· από πίσω τους ακολουθούσαν οι ανεμώνες και τα γαρύφαλλα, που υποκλίθηκαν σε όλους. Έφερε και μια παρά που έπαιζε μουσική μαζί τους. Άγριοι υάκινθοι και μικρά λευκά χιονολούλουδα χτυπούσαν χαρμόσυνα καμπανάκια. Ήταν η πιο αξιόλογη ορχήστρα. Πίσω από αυτά ακολουθούσε μια πελώρια παρέα από λουλούδια, που όλα χόρευαν- βιολέτες, μαργαρίτες, κρινάκια του αγρού,και άλλα πολλά που ήταν μια οπτασία να τα βλέπεις.
Στο τέλος όλα τα χαρούμενα λουλούδια ευχήθηκαν καληνύχτα το ένα στο άλλο. Η μικρή Αϊντα χώθηκε πίσω στο κρεβατάκι της, για να ονειρευτεί όλα αυτά που είχε δει.
Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί πήγε κατευθείαν στο μικρό της τραπέζι να δει αν τα λουλούδια ήταν εκεί. Τράβηξε στην άκρη τις κουρτίνες από το μικρό κρεβάτι, και ναι, εκεί ήταν τα λουλούδια, αλλά ήταν πολύ πιο μαραμένα σήμερα από ότι ήταν την προηγούμενη μέρα. Η σοφία ήταν μέσα στο συρτάρι, αλλά φαινόταν πολύ νυσταγμένη.
«Θυμάσαι τι πρέπει να μου πεις;» την ρώτησε η Αϊντα.
Αλλά η Σοφία την κοίταξε κάπως χαζά και δεν είπε τίποτα.
«Δεν είσαι καθόλου ευγενική,» είπε η Αϊντα, «αλλά όλα τα λουλούδια σε άφησαν να χορέψεις μαζί τους.»
Τότε διάλεξε από τα παιχνίδια της ένα μικρό χάρτινο κουτί με πουλιά ζωγραφισμένα πάνω του, και μέσα έβαλε τα μαραμένα λουλούδια.
«Αυτό θα είναι το όμορφο κουτί σας,» είπε, «και αργότερα που θα έρθουν τα ξαδέρφια μου να με επισκεφτούν, θα με βοηθήσουν να σας θάψουμε στον κήπο, έτσι ώστε να μεγαλώσετε και πάλι το επόμενο καλοκαίρι και να είστε ομορφότερα από φέτος.»
Τα ξαδέρφια της ήταν δυο χαρούμενα αγόρια. Ο πατέρας τους,τους είχε δωρίσει στον καθένα από ένα καινούριο τόξο, τα οποία είχαν φέρει μαζί τους για να τα δείξουν στην Αϊντα. Τους είπε για τα φτωχά λουλούδια πως είχαν μαραθεί και πως έπρεπε να θαφτούν στον κήπο. Έτσι τα αγόρια προχώρησαν μπροστά,με τα τόξα να κρέμονται στους ώμους τους, και η Αϊντα τους ακολούθησε κρατώντας τα λουλούδια μέσα στο όμορφο κουτί τους. Είχαν σκάψει μια όμορφη τρύπα στον κήπο για να τα τοποθετήσουν. Η Αϊντα τα φίλησε και τα τοποθέτησε στην γη και τα ξαδέρφια της έριξαν ψηλά με τα τόξα τους, προς τιμήν των όμορφων λουλουδιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου