Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΕΛΑΤΟ. (ΧΑΝΣ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΝΤΕΡΣΕΝ)

Βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος και ο καθαρός αέρας έφτιαξαν ένα γλυκό τόπο ξεκούρασης, μεγάλωνε ένα ελατάκι. Τα πάντα γύρω του ήταν ιδανικά, όμως αυτό δεν ήταν ευτυχισμένο, ήθελε τόσο να είναι σαν τους πανύψηλους συντρόφους του, τα πεύκα και τα έλατα που βρίσκονταν γύρω του.
Ο ήλιος έλαμπε και το ζεστό αεράκι ανακάτευε τα φύλλα του.Τα μικρά παιδιά των χωρικών περνούσαν δίπλα του χαρούμενα, αλλά το ελατάκι δεν τους έδινε καμία σημασία.
Μερικές φορές τα παιδιά έφερναν ένα μεγάλο καλάθι με μούρα ή φράουλες και κάθονταν δίπλα στο ελατάκι, και έλεγαν «Κοιτάξτε τι όμορφο μικρό δεντράκι!» Και τότε αυτό ένιωθε ακόμη πιο δυστυχισμένο.
Και ενώ γίνονταν όλα αυτά το ελατάκι ψήλωνε και μια ιδέα κάθε χρόνο.
Αλλά, ακόμη και αφού μεγάλωνε, αυτό παραπονιόταν. «Αχ, πως εύχομαι να ήμουν ψηλό σαν τα άλλα δέντρα, τότε θα άπλωνα τα κλαδιά μου σε κάθε μεριά και από την κορυφή μου θα μπορούσες να δεις σε όλο τον κόσμο. Θα άφηνα τα πουλιά να χτίσουν τις φωλιές τους στα κλαδιά μου και όταν φυσούσε δυνατός αέρας θα στεκόμουν με αξιοπρέπεια,όπως και οι ψηλοί μου σύντροφοι.»
Τόσο δυσαρεστημένο ήταν το ελατάκι, που δεν τον ευχαριστούσαν καθόλου ούτε τα πουλιά, ούτε ο ζεστός ήλιος, ούτε τα συννεφάκια που ταξίδευαν από πάνω του μέρα και νύχτα.
Μερικές φορές, τον χειμώνα, όταν το χιόνι σκέπαζε το δάσος ερχόταν ένας λαγός και πηδούσε ακριβώς πάνω από το ελατάκι περνώντας. Πόσο πικραινόταν τότε!
Δυο χειμώνες πέρασαν έτσι, και όταν ο τρίτος έφτασε, το ελατάκι είχε ψηλώσει τόσο πια που ακόμη κι ο λαγός έπρεπε να τρέξει γύρω του.Ωστόσο αυτό παρέμενε ανικανοποίητο και αναφωνούσε
«Αχ, να μεγαλώσω, να μεγαλώσω! Αχ, αν μπορούσα να ψηλώσω και να μεγαλώσω! Για τίποτα άλλο δεν νοιάζομαι σ’ αυτόν τον κόσμο!»
Το φθινόπωρο οι ξυλοκόποι ήρθαν, όπως κάθε φορά, και έκοψαν πολλά από τα ψηλότερα δέντρα, και το νεαρά έλατα, τα οποία είχα ψηλώσει πια και στέκονταν σαν τα υπόλοιπα ψηλά, καλά και ευγενή δέντρα, σωριάστηκαν στη γη με ένα κρότο.
Αφού τα κλαδιά τους κόπηκαν, ο κορμός τους έμοιαζε τόσο γυμνός και λεπτός που σχεδόν δεν μπορούσες να τον αναγνωρίσεις. Μετά τοποθέτησαν τους κορμούς τον ένα πάνω στον άλλο, μέσα σε κάρα που τα άλογα τα οδήγησαν μακριά έξω από το δάσος.
Έτσι, την άνοιξη, όταν τα χελιδόνια και οι πελαργοί ήρθαν,ρώτησαν: « Ξέρετε που πήγαν αυτά τα δέντρα; Τα είδατε;»
Τα χελιδόνια δεν γνώριζαν τίποτα, αλλά ο πελαργός μετά από λίγη σκέψη, κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Ναι, νομίζω πως ξέρω. Καθώς πετούσα πάνω από την Αίγυπτο, συνάντησα πολλά καινούρια καράβια, και είχαν ψηλά κατάρτια που μύριζαν σαν έλατο. Αυτά πρέπει να ήταν τα δέντρα, και σε διαβεβαιώνω πως στέκονταν μεγαλοπρεπή, και αρμένιζαν με δόξα!»
«Αχ, πως εύχομαι να ήμουν αρκετά ψηλό για να πάω στην θάλασσα» είπε το ελατάκι. « πες μου τι είναι η θάλασσα και με τι μοιάζει;»
«Θα έπαιρνε πολύ καιρό να σου εξηγήσω!» είπε ο πελαργός και πέταξε γρήγορα μακριά.
«Να χαίρεσαι την νιότη σου,» είπε η ηλιαχτίδα, « να χαίρεσαι τη φρέσκα κλωνάρια σου και την γλυκιά ζωή που είναι μέσα σου.»
Και ο άνεμος φίλησε το ελατάκι, και η δροσιά πότισε τα φύλλα του, αλλά το ελατάκι δεν τους ευχαρίστησε καθόλου.
Τα Χριστούγεννα ήταν κοντά και πολλά νεαρά δεντράκια κόπηκαν, κάποια ήταν μικρότερα ακόμη και από το ελατάκι μας, το οποίο δεν έβρισκε ούτε γαλήνη, ούτε ηρεμία καθότι ήθελε να αρχίσει το ταξίδι του μακριά από το δάσος. Αυτά τα νεαρά δέντρα που κόπηκαν, κράτησαν όλα τους τα κλαδιά και στοιβάχτηκαν κι αυτό σε άμαξες με άλογα, που τα πήραν μακριά από το δάσος.
«Πού πάνε;» ρώτησε το ελατάκι. «Δεν είναι ψηλότερα από μένα. Και γιατί κράτησαν όλα τους τα κλαδιά; Πού πηγαίνουν;»
«Εμείς ξέρουμε, εμείς ξέρουμε» τραγούδησαν τα σπουργίτια, «έχουμε κοιτάξει μέσα από τα παράθυρα των σπιτιών στην πόλη, και ξέρουμε τι θα απογίνουν. ΑΧ, ούτε φαντάζεστε τι τιμή και δόξα τα περιμένει. Τα ντύνουν με τον πιο υπέροχο τρόπο. Τα έχουμε δει να στέκονται στο κέντρο από ζεστά δωμάτια και να στολίζονται με ένα σωρό όμορφα πράγματα- γλυκά, καραμελωμένα μήλα, παιχνίδια και όλα τα είδη από χρωματιστές κορδέλες.»
«Και μετά,» ρώτησε το ελατάκι, «μετά τι γίνεται;»
«Δεν είδαμε τίποτα άλλο,» είπαν τα σπουργίτια, «αλλά αυτό ήταν αρκετό για μας.»
«Αναρωτιέμαι αν θα συμβεί κάτι τόσο λαμπρό και σε μένα ποτέ,» σκεφτόταν το ελατάκι. «Θα ήταν καλύτερο κι από το να διασχίσω την θάλασσα. Το προσμένω σχεδόν με πόνο. Ω, πότε θα έρθουν τα Χριστούγεννα; Είμαι τώρα τόσο ψηλό και όμορφο όσο αυτά που πήραν τον περσινό χρόνο. Ω, να ήμουν τώρα ξαπλωμένο στην άμαξα, ή στο ζεστό δωμάτιο με όλα τα φώτα και τα στολίδια πάνω μου! Κάτι καλύτερο και πιο όμορφο πρέπει να ακολουθεί μετά, αλλιώς τα δέντρα θα ήταν τόσο στολισμένα. Ναι, αυτό που ακολουθεί θα είναι μεγαλύτερο και πιο υπέροχο. Τι μπορεί να είναι άραγε; Έχω κουραστεί να περιμένω. Σπανίως νιώθω τι είναι αυτό που νιώθω.»
«Να χαίρεσαι την αγάπη μας,» είπαν ο αέρας και η λιακάδα. «Απόλαυσε την δική σου λαμπερή ζωή στον φρέσκο αέρα.»
Αλλά το ελατάκι δεν χαιρόταν, παρόλο που ψήλωνε κι άλλο κάθε μέρα, και τον χειμώνα και το καλοκαίρι το σκούρο πράσινο φύλλωμα του ξεχώριζε μέσα στο δάσος. Οι περαστικοί, όταν το έβλεπαν, έλεγαν, «Μα τι όμορφο δέντρο!»
Λίγο καιρό πριν τα Χριστούγεννα το ανικανοποίητο ελατάκι ήταν το πρώτο που έπεσε. Μόλις το τσεκούρι έκοψε τον κορμό του και το χώρισε από την ρίζα, το ελατάκι έπεσε με ένα βογγητό στην γη, νιώθοντας τον πόνο και την εξάντληση και ξεχνώντας όλα του τα όνειρα για χαρά αφήνοντας το σπίτι του στο δάσος βυθισμένο στην θλίψη. Ήξερε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τους αγαπητούς του παλιούς συντρόφους, ούτε τους μικρούς θάμνους και τα πολύχρωμα λουλούδια που φύτρωναν δίπλα του, ίσως ούτε τα πουλιά. Και ούτε ήταν το ταξίδι του ευχάριστο.
Το ελατάκι σιγά σιγά συνήλθε καθώς το έστησαν στην αυλή ενός σπιτιού, μαζί με πολλά άλλα δέντρα· και άκουσε έναν άντρα να λέει: « Μόνο ένα θέλουμε, και αυτό είναι το ομορφότερο. Αυτό είναι πανέμορφο!»

Τότε ήρθαν δύο υπηρέτες με μεγαλόπρεπη στολή και κουβάλησαν το ελατάκι σε ένα μεγάλο και πανέμορφο διαμέρισμα. Πίνακες κρέμονταν στους τοίχους, και δίπλα στο μεγάλο χτιστό τζάκι έστεκαν πορσελάνινα βάζα με λιοντάρια στα καπάκια τους. Υπήρχαν κουνιστές πολυθρόνες, μεταξωτοί καναπέδες και πελώρια τραπέζια γεμάτα με φωτογραφίες· και υπήρχαν και βιβλία, και παιχνίδια που κόστιζαν πολλά πολλά χρήματα—τουλάχιστον έτσι έλεγαν τα παιδιά.
Τοποθέτησαν το ελατάκι σε ένα μεγάλο κάδο γεμάτο με άμμο—αλλά πράσινη τσόχα κρεμόταν γύρω του, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να δει ότι ήταν ένας κάδος—και στάθηκε πάνω σε ένα πανέμορφο χαλί. Αχ, πως έτρεμε το ελατάκι! Τι θα του συνέβαινε τώρα; Κάτι νεαρές κυρίες ήρθαν και οι υπηρέτες τις βοήθησαν να στολίσουν το δέντρο.
Σε ένα του κλαδί κρέμασαν μικρά σακουλάκια φτιαγμένα από χρωματιστά χαρτιά, και κάθε σακουλάκι ήταν γεμάτο με γλυκά. Από άλλα του κλαδιά κρέμασαν καραμελωμένα μήλα και καρύδια, σαν να είχαν μεγαλώσει εκεί· και πάνω και γύρω υπήρχαν πολλές κόκκινες, μπλε και λευκές κορδέλες, που είχαν δεθεί στα κλαδιά του. Κούκλες, ακριβώς σαν αληθινοί άντρες και γυναίκες, είχαν τοποθετηθεί κάτω από τα πράσινά του φύλλα,-- το ελατάκι δεν είχε ξαναδεί τέτοια πράγματα ποτέ,-- και στην κορυφή του ήταν πιασμένο ένα λαμπερό αστέρι φτιαγμένο από χρυσές πούλιες. Ήταν πολύ όμορφο. «Αυτό το βράδυ,» όλοι αναφώνησαν, «πόσο υπέροχο θα είναι!»
«Όταν έρθει το βράδυ,» σκέφτηκε το ελατάκι, « και ανάψουν τα κεριά! Τότε θα ξέρω τι άλλο θα μου συμβεί. Άραγε θα έρθουν τα άλλα δέντρα του δάσους να με δουν; Θα κρυφοκοιτάξουν από τα παράθυρα τα σπουργίτια,αναρωτιέμαι, καθώς θα πετούν; Λες να μεγαλώσω πιο γρήγορα εδώ από ότι στο δάσος, και να κρατήσω και όλα αυτά τα όμορφα στολίδια και το καλοκαίρι και τον χειμώνα;» Αλλά οι σκέψεις του πολύ λίγο πλησίαζαν στην αλήθεια. Ο κορμός του πονούσε από την προσπάθεια, και αυτός ο πόνος είναι για ένα λεπτό ελατάκι ότι ο πονοκέφαλος για εμάς.
Επιτέλους τα κεριά άναψαν, και τότε τι αστραφτερό και μεγαλειώδες που ήταν το ελατάκι! Έτρεμαν από χαρά όλα του τα κλαδιά τόσο πολύ που ένα από τα κεριά έπεσε ανάμεσα τα πράσινα φύλλα του και έκαψε μερικά από αυτά. «Βοήθεια! Βοήθεια!» αναφώνησαν οι νεαρές κυρίες· αλλά ευτυχώς κανένα κακό δεν είχε γίνει, γιατί αμέσως έσβησαν την φωτιά.
Μετά από αυτό, το ελατάκι προσπάθησε να μην τρέμει καθόλου,αν και η φωτιά το τρόμαξε, είχε αγχωθεί τόσο πολύ να μην καταστραφεί κάποιο από τα όμορφα στολίδια του, αφού η ομορφιά τους τον τύφλωνε.
Και τότε οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα και μια ομάδα από παιδιά έτρεξε μέσα, λες και ήθελαν να ταράξουν το ελατάκι, και τους ακολουθούσαν πιο αργά οι μεγάλοι. Για ένα λεπτό τα μικρά στάθηκαν αμίλητα από την έκπληξη, και μετά φώναξαν από χαρά μέχρι που το δωμάτιο δονήθηκε· και χόρεψαν χαρούμενα γύρω από το ελατάκι ενώ έπαιρναν τα δώρα το ένα μετά το άλλο.
«Μα τι κάνουν; Τι θα γίνει έπειτα;» σκέφτηκε το ελατάκι.Επιτέλους τα κεριά κάηκαν μέχρι το τέλος και έσβησαν. Τότε δόθηκε η άδεια στα παιδιά αρπάξουν ό, τι ήθελαν από το δέντρο.
Ω, πως έτρεξαν καταπάνω του! Ήταν τόση η βιάση τους που μερικά από τα κλαδιά έσπασαν, και αν δεν ήταν δεμένο από το ταβάνι με το λαμπερό αστέρι, σίγουρα θα το είχαν ρίξει κάτω.
Τότε τα παιδιά χόρεψαν τριγύρω με τα καινούρια τους παιχνίδια και κανείς δεν έδωσε σημασία στο ελατάκι, εκτός από την νταντά των παιδιών που έψαξε ανάμεσα στα κλαδιά του για κανένα καραμελωμένο μήλο η σύκο που μπορεί να ξεχάστηκε.
«Μια ιστορία, μια ιστορία,» φώναξαν τα παιδιά, τραβώντας έναν παχουλό κύριο προς το δέντρο.
«Τώρα θα είμαστε στην πράσινη σκιά του δέντρου,» είπε καθώς καθόταν κάτω από το ελατάκι, «και το δέντρο θα έχει την χαρά να ακούσει και αυτό· αλλά θα σας πω μόνο μια ιστορία. Ποια λέτε να είναι αυτή; Η ιστορία της Ιβέτ ή του Χάμπντι Ντάμπντι που έπεσε από τις σκάλες, αλλά σύντομα σηκώθηκε ξανά και στο τέλος παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα;»
«Την Ιβέτ,» φώναξαν μερικά· «τον Χάμπντι Ντάμπντι,» φώναξαν άλλα· και υπήρξε μεγάλη φασαρία. Αλλά το ελατάκι έμεινε τελείως ακίνητο και σκέφτηκε: « Τι σχέση έχω εγώ με αυτά; Πρέπει να κάνω κι εγώ φασαρία;» αλλά ήδη τους είχε διασκεδάσει όσο χρειαζόταν και δεν του έδωσαν καμία σημασία.
Τότε ο γηραιός κύριος τους είπε την ιστορία του Χάμπντι Ντάμπντι που έπεσε από τις σκάλες, αλλά σύντομα σηκώθηκε ξανά και στο τέλος παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα. Και τα παιδία χειροκρότησαν και φώναξαν αμέσως,«πες μας άλλη μια ιστορία, πες μας άλλη μια ιστορία,» γιατί ήθελαν να ακούσουν και την ιστορία της Ιβέτ· αλλά γι’αυτήν την φορά είχαν μόνο την ιστορία του Χάμπντι Ντάμπντι. Μετά από αυτό, δέντρο έμεινε εντελώς ήσυχο και σκεπτικό. Τα πουλιά του δάσους ποτέ δεν έλεγαν τέτοιες ιστορίες όπως αυτή του Χάμπντι Ντάμπντι, που έπεσε από τις σκάλες αλλά παρόλα αυτά παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα.
«Α, έτσι θα γίνεται στον κόσμο,» σκέφτηκε το ελατάκι. Πίστεψε την ιστορία γιατί την διηγήθηκε ένας τόσο συμπαθητικός άνθρωπος.
«Α, καλά!» σκέφτηκε, «ποιος ξέρει; Μπορεί κι εγώ να πέσω κάτω και να παντρευτώ μια πριγκίπισσα!» και δεν έβλεπε την ώρα να έρθει το επόμενο απόγευμα και να το στολίσουν πάλι με φώτα και παιχνίδια, χρυσό και φρούτα. «Αύριο δεν θα τρεμουλιάσω,» σκέφτηκε, « θα απολαύσω όλη μου την λάμψη,και θα ακούσω την ιστορία του Χάμπντι Ντάμπντι ξανά, και ίσως και την ιστορία της Ιβέτ.» Και το ελατάκι έμεινε ήσυχο και σκεπτικό όλη την νύχτα.
Το πρωί οι υπηρέτες και η νταντά ήρθαν. « Τώρα,» σκέφτηκε το δέντρο, «όλη μου η λάμψη θα έρθει ξανά.» Αλλά το έσυραν έξω από το δωμάτιο,το ανέβασαν στην σοφίτα και το πέταξαν σε μια γωνιά που το φως της ημέρας δεν έφτανε, και εκεί το άφησαν. «Τι σημαίνει αυτό;» σκέφτηκε το δέντρο. «Τι θα κάνω εδώ; Δεν ακούω τίποτα σε ένα μέρος σαν αυτό.» και ακούμπησε στον τοίχο και σκεφτόταν και σκεφτόταν.
Και είχε πολύ χρόνο να σκεφτεί, μέρες και νύχτες πέρασαν και κανείς δεν ήρθε κοντά του· και όταν τελικά κάποιος ήρθε, ήταν μόνο για να σπρώξει κάτι μεγάλα κουτιά σε μια γωνία. Έτσι το δέντρο κρύφτηκε εντελώς πίσω από τα κουτιά, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
«Είναι χειμώνας τώρα,» σκέφτηκε το δέντρο, «το έδαφος είναι σκληρό και σκεπασμένο με χιόνι, έτσι οι άνθρωποι δεν μπορούν να με φυτέψουν. Θ βρω καταφύγιο εδώ, μέχρι να έρθει η άνοιξη. Πόσο ευγενικοί είναι όλοι μαζί μου!Απλά, εύχομαι αυτό το μέρος να μην ήταν τόσο σκοτεινό και να μην ήμουν τόσο μόνος, χωρίς ούτε καν ένα λαγουδάκι να με κοιτάζει. Τι ευχάριστα που ήταν στο δάσος καθώς το χιόνι έπεφτε στην γη, και όταν περνούσε από εκεί ο λαγός και ,ναι, ας πηδούσε από πάνω μου. Ω, είναι τόσο μοναχικά εδώ.»
«Σκουίκ, σκουίκ,» είπε ένα ποντικάκι, καθώς προχωρούσε προσεκτικά προς το ελατάκι· μετά ήρθε κι άλλο ένα, και μαζί μύρισαν το ελατάκι και χώθηκαν ανάμεσα στα κλαδιά του.
«Ω, έχει πολύ κρύο,» είπε το ποντικάκι. «Αν δεν είχε θα ήμασταν πολύ άνετα εδώ, έτσι δεν είναι γέρικο Έλατο;»
«Μα δεν είμαι γέρικο,» είπε το ελατάκι. «Υπάρχουν άλλα που είναι γηραιότερα από μένα.»
«Από πού έρχεσαι;» ρώτησαν τα ποντικάκια, που ήταν γεμάτα περιέργεια· και τι ξέρεις; Έχεις δει τα ωραιότερα μέρη στον κόσμο; Μπορείς να μας τα περιγράψεις; Και ήσουν στο κελάρι, εκεί που τα τυριά είναι στα ράφια και τα σαλάμια κρέμονται από το ταβάνι; Εκεί μπορείς να μπεις αδύνατος και να βγεις χοντρός.»
«Δεν ξέρω τίποτα από αυτά,» είπε το ελατάκι, «αλλά ξέρω τα δάση, όπου ο ήλιος λάμπει και τα πουλιά τραγουδούν.» Και τότε το ελατάκι τους είπε τα πάντα για την νιότη του. Δεν είχαν ακούσει ποτέ ξανά τέτοια ιστορία στην ζωή τους· και αφού την άκουσαν προσεκτικά, είπαν και τα δυο μαζί: «Μα πόσα πράγματα έχεις δει! Θα πρέπει να ήσουν πολύ χαρούμενο!»
«Χαρούμενο!» αναφώνησε το δέντρο· και τότε καθώς σκέφτηκε όλα αυτά που τους είπε, απάντησε: « Αχ, ναι, τελικά αυτές ήταν χαρούμενες μέρες.» Και καθώς συνέχισε την ιστορία του, τους είπε και για τα Χριστούγεννα,και πως το έντυσαν με γλυκά και φώτα, τα ποντίκια είπαν, «Πόσο χαρούμενο πρέπει να ήσουν, γέρικο έλατο.»
«Μα δεν είμαι γέρικο,» είπε το ελατάκι. «μόλις αυτόν τον χειμώνα ήρθα από το δάσος, πάνω στον ανθό της νιότης μου.»
«Τι υπέροχες ιστορίες που μας λες,» είπαν τα ποντικάκια.Και την επόμενη νύχτα ήρθαν τέσσερα ακόμη ποντικάκια μαζί τους για να ακούσουν τι είχε το δέντρο να πει. Όσο πιο πολύ μιλούσε, τόσο πιο πολύ θυμόταν, και μετά σκεφτόταν: «Ναι, αυτές ήταν χαρούμενες μέρες· αλλά μπορεί να έρθουν ξανά. Και ο Χάμπντι Ντάμπντι έπεσε κάτω, αλλά μετά παντρεύτηκε την πριγκίπισσα. Ίσως να παντρευτώ κι εγώ μια πριγκίπισσα.» και το ελατάκι σκέφτηκε την όμορφη μικρή σημύδα που φύτρωνε στο δάσος· μια μικρή πριγκίπισσα, μια όμορφη πριγκίπισσα ήταν γι’αυτόν.
«Ξέρεις μόνο αυτήν την μία ιστορία;» το ρώτησαν οι ποντικοί.
«Μόνο αυτήν,» απάντησε το δέντρο, «την άκουσα το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ζωής μου· αλλά τότε δεν ήξερα πόσο ευτυχισμένο ήμουν.»
«Εμείς την βρίσκουμε θλιβερή,» είπαν οι ποντικοί. «Δεν ξέρεις καμία ιστορία για τυριά και σαλάμια από το κελάρι;»
«Όχι,» απάντησε το δέντρο.
«Ευχαριστούμε πολύ τότε,» είπαν οι ποντικοί, και έφυγαν.
Τα μικρά ποντικάκια επίσης έφυγαν μετά από αυτό, και το δέντρο αναστέναξε και είπε: «Ήταν τόσο ωραία όταν τα ποντικάκια κάθονταν γύρω μου και με άκουγαν ενώ μιλούσα. Τώρα πάει, πέρασε κι αυτό. Όμως, θα θεωρήσω τον εαυτό μου χαρούμενο όταν κάποιος έρθει να με πάρει από δω.»
Αλλά θα συνέβαινε ποτέ αυτό; Ναι· ένα πρωί άνθρωποι ήρθαν να καθαρίσουν την σοφίτα· τα κουτιά μεταφέρθηκαν μακριά, και το δέντρο τραβήχτηκε με σκληρό τρόπο και πετάχτηκε στο πάτωμα· και τότε οι υπηρέτες το κατέβασαν από τις σκάλες, εκεί που ήταν μέρα.
«Τώρα η ζωή μου αρχίζει ξανά,» είπε το δέντρο, καθώς έβγαινε και πάλι στην λιακάδα και τον καθαρό αέρα. Τότε το κουβάλησαν έξω στην αυλή τόσο γρήγορα που ξέχασε να σκεφτεί για τον εαυτό του, μόνο κοιτούσε γύρω του, και είχε τόσα να δει.
Η αυλή ήταν κοντά σε ένα κήπο, όπου όλα ήταν ανθισμένα.Φρέσκα και μυρωδάτα τριαντάφυλλα κρέμονταν από μικρές γλάστρες. Οι φλαμουριές ήταν ανθισμένες, καθώς τα χελιδόνια πετούσαν γύρω γύρω, κελαηδώντας: «Τσίου, τσίου,τσίου, ο φίλος μας έρχεται»· αλλά δεν εννοούσαν το ελατάκι.
«τώρα θα ζήσω,» είπε το δέντρο χαρούμενα, απλώνοντας τα κλαδιά του· μα αλίμονο! Ήταν όλα μαραμένα και κίτρινα, και έτσι έμεινε ξαπλωμένο σε μια γωνιά μαζί με τις αγριάδες και τις τσουκνίδες. Το χρυσό αστέρι ήταν ακόμη κολλημένο στην κορυφή του και γυάλιζε στην λιακάδα.
Δύο από τα χαρούμενα παιδιά που είχαν χορέψει γύρω του στην Χριστουγεννιάτικη γιορτή τόσο ευτυχισμένα, έπαιζαν εκεί, στην ίδια αυλή. Το νεαρότερο είδε το χρυσό αστέρι και έτρεξε και το τράβηξε από την κορυφή του δέντρου. ¨Κοίτα τι ήταν κολλημένο στην κορυφή αυτού του άσχημου, γέρικου ελάτου,» είπε το παιδί, τσαλαπατώντας τα κλαδιά του μέχρι που αυτά έσπασαν.
Και το δέντρο είδε όλα τα φρέσκα, λαμπερά λουλούδια μέσα στον κήπο, και μετά κοίταξε και τον εαυτό του και ευχήθηκε να είχε μείνει στην σκοτεινή γωνιά της σοφίτας. Σκέφτηκε την γλυκιά του νιότη στο δάσος, το ευτυχισμένο βράδυ των Χριστουγέννων, και τα μικρά ποντικάκια που είχαν ακούσει την ιστορία του Χάμπντι Ντάμπντυ.
«Παρελθόν! Παρελθόν!» είπε το φτωχό δέντρο. «Πόσα πράγματα είχα που θα μπορούσα να διασκεδάσω τον εαυτό μου! Όμως τώρα είναι πολύ αργά.»
Τότε ένας νεαρός ήρθε και έκοψε το δέντρο σε μικρά κομμάτια, μέχρι που σχηματίστηκε ένας σωρός από ξύλα στο έδαφος. Τα κομμάτια τοποθετήθηκαν στην φωτιά, και γρήγορα άρπαξαν φωτιά, ενώ το δεντράκι αναστέναζε τόσο βαθιά που κάθε αναστεναγμός ήταν σαν πιστολιά. Τότε τα παιδιά που έπαιζαν ήρθαν και κάθισαν μπροστά από την φωτιά,και το κοίταζαν και έλεγαν, «Ποπ, ποπ.» Και σε κάθε Ποπ, το οποίο ήταν και ένας αναστεναγμός, το δεντράκι θυμόταν μια καλοκαιρινή μέρα στο δάσος ή ένα χειμωνιάτικο βράδυ μου το αστέρια έλαμπαν ψηλά στον ουρανό, και από το βράδυ των Χριστουγέννων, και από την ιστορία του Χάμπντι Ντάμπντυ—την μόνη ιστορία που είχε ακούσει ποτέ ή που ήξερε να διηγείται – μέχρι που κάηκε τελείως.
Τα αγόρια ακόμη έπαιζαν στον κήπο και το νεαρότερο φόραγε στο στήθος το αστέρι με το οποίο το ελατάκι είχε στολιστεί το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ζωής του. Τώρα όλα ήτα παρελθόν· το δέντρο ήταν παρελθόν και η ιστορία επίσης παρελθόν – αφού όλες οι ιστορίες κάποτε τελειώνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου