Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ. (ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μία βασίλισσα και κεντούσε στο παράθυρο του παλατιού της. Ήταν χειμώνας και μεγάλες νιφάδες χιονιού έπεφταν από τον ουρανό. Τα παράθυρα του παλατιού ήταν φτιαγμένα από έβενο, ένα κατάμαυρο ξύλο. Όπως κεντούσε τρύπησε με την βελόνα το δάχτυλό της και τρεις σταγόνες αίματος έπεσαν στο χιόνι. Καθώς το κόκκινο αίμα έμοιαζε τόσο όμορφο μέσα στο χιόνι η βασίλισσα σκέφτηκε: «αχ, και να είχα ένα παιδί τόσο άσπρο σαν το χιόνι, τόσο μαύρο σαν το παράθυρο και τόσο κόκκινο σαν το αίμα». Μετά από λίγο καιρό η βασίλισσα απέκτησε μία κορούλα η οποία ήταν άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαυρομάλλα σαν τον ξύλο του εβένου. Έτσι το μωρό το ονόμασαν Χιονάτη. Αφού γεννήθηκε το μωρό πέθανε η βασίλισσα.

Μετά από έναν χρόνο ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Η νέα βασίλισσα ήταν όμορφη, όμως ήταν επίσης υπερήφανη και ματαιόδοξη και δεν μπορούσε να ανεχτεί να υπάρχει γυναίκα ομορφότερη από εκείνη. Η βασίλισσα είχε έναν θαυματουργό καθρέφτη και όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη έλεγε:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

και ο καθρέφτης απαντούσε:

«Εσείς είστε η ομορφότερη βασίλισσα, κυρά μου»
Τότε ήταν ευχαριστημένη, καθώς ήξερε ότι ο καθρέφτης έλεγε πάντοτε την αλήθεια.

Η Χιονάτη όμως μεγάλωνε και γινόταν ολοένα και ομορφότερη. Όταν έγινε επτά χρόνων ήταν τόσο όμορφη όσο μια ηλιόλουστη ημέρα και ομορφότερη από την ίδια τη βασίλισσα. Όταν κάποια μέρα η βασίλισσα ρώτησε τον καθρέφτη:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

ο καθρέφτης αποκρίθηκε:

«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
μα χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»

Τότε η βασίλισσα τρόμαξε, και άλλαξε χρώμα από την ζήλια της. Από τότε όποτε έβλεπε την Χιονάτη της χαλούσε η διάθεση. Η ζήλια της βασίλισσας μεγάλωνε κάθε μέρα περισσότερο που δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μια μέρα φώναξε έναν κυνηγό και του είπε: «Πήγαινε το παιδί έξω στο δάσος και φρόντισε να μην το ξαναδώ στα μάτια μου. Θα πρέπει να το σκοτώσεις και για απόδειξη να μου φέρεις το πνευμόνι και το συκώτι του». Ο κυνηγός υπάκουσε και έβγαλε το παιδί στο δάσος. Όταν όμως τράβηξε το σπαθί του για να τρυπήσει την αθώα καρδιά της Χιονάτης, η μικρή άρχισε να κλαίει και παρακαλούσε: «αχ καλέ μου κυνηγέ, χάρισε μου την ζωή, θα τρέξω στο άγριο δάσος και δεν θα επιστρέψω ποτέ ξανά στο παλάτι». Καθώς ήταν τόσο όμορφη ο κυνηγός την λυπήθηκε και αποκρίθηκε: «πήγαινε φτωχό μου παιδί». «Τα άγρια ζώα θα σε φάνε σύντομα» σκέφτηκε αλλά του έφυγε ένα βάρος καθώς δεν θα την σκότωνε αυτός. Εκείνη τη στιγμή ξεπήδησε ένα νεαρό αγριογούρουνο και ο κυνηγός το χτύπησε με το σπαθί του, πήρε το πνευμόνι και το συκώτι του και τα πήγε στη βασίλισσα ως απόδειξη. Η βασίλισσα ζήτησε από τον μάγειρα να τα μαγειρέψει μέσα σε άρμη και η κακιά γυναίκα τα έφαγε έχοντας την εντύπωση ότι τρώει το πνευμόνι και το συκώτι της Χιονάτης.

Το καημένο παιδί βρισκόταν ολομόναχο στο δάσος και φοβόταν τόσο πολύ που παρατηρούσε ένα-ένα τα φύλλα στα δέντρα και δεν ήξερε τι να κάνει. Τελικά άρχισε να τρέχει και περνούσε πάνω από τις κοφτερές πέτρες, πάνω από τα αγκάθια των θάμνων ενώ τα άγρια ζώα περνούσαν από δίπλα της χωρίς να την πειράζουν.
Έτρεχε τόση ώρα που με δυσκολία μπορούσε να κινήσει τα πόδια της αλλά δεν σταματούσε. Τελικά το απόγευμα είδε ένα μικρό σπιτάκι και μπήκε μέσα για ξεκουραστεί. Στο σπίτι ήταν όλα πολύ μικρά αλλά όμορφα, καθαρά και φροντισμένα. Στη μέση ήταν ένα τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντιλο και επτά μικρά πιατάκια. Κάθε πιατάκι είχε το δικό του μικρό κουταλάκι, το δικό του μικρό πιρουνάκι και το δικό του μικρό μαχαιράκι. Επίσης στο τραπέζι υπήρχαν επτά μικρά ποτηράκια. Στον τοίχο ακουμπισμένα βρισκόταν επτά κρεβατάκια τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο και όλα τους ήταν στρωμένα με ολόλευκα σεντόνια και ολόλευκα μαξιλάρια. Η χιονάτη ήταν πολύ πεινασμένη και διψασμένη και έτσι έφαγε από κάθε πιάτο λίγα λαχανικά και ήπιε από κάθε ποτηράκι μία σταγόνα κρασί, καθώς δε ήθελε να αδειάσει όλο το φαγητό από ένα πιάτο ή όλο το κρασί από ένα ποτήρι. Μετά καθώς ήταν πολύ κουρασμένη, ξάπλωσε σε ένα κρεβατάκι αλλά κανένα από τα κρεβατάκια δεν τις έκανε. Το ένα της ήραν πολύ μακρύ το άλλο της ήταν πολύ κοντό. Τελικά το έβδομο της ήταν ακριβώς στα μέτρα της και σε αυτό έμεινε ξαπλωμένη, προσευχήθηκε και αποκοιμήθηκε.

Όταν πια σκοτείνιασε για τα καλά, ήρθαν και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού, οι οποίοι ήταν οι επτά νάνοι. Οι επτά νάνοι εργαζόταν στα ορυχεία και έσκαβαν για να βρουν μεταλλεύματα. Καθώς μπήκαν στο σπίτι άναψαν τα επτά φαναράκια τους, και όταν τα φαναράκια τους φώτισαν το σπιτάκι παρατήρησαν ότι κάποιος είχε μπει στο σπιτάκι μια και τα πράγματα δεν ήταν τακτοποιημένα όπως τα είχανε αφήσει. «Ποιος κάθισε στην καρεκλίτσα μου;» ρώτησε ο πρώτος νάνος, «Ποιος έφαγε από το πιάτο μου» ρώτησε ο δεύτερος νάνος, «Ποιος πήρε από το ψωμάκι μου;» ρώτησε ο τρίτος νάνος, «Ποιος έφαγε από τα λαχανικά μου;» ρώτησε ο τέταρτος νάνος, «Ποιος χρησιμοποίησε το πιρουνάκι μου;» ρώτησε ο πέμπτος νάνος, «Ποιος έκοψε με το μαχαίρι μου;» ρώτησε ο έκτος νάνος, «Ποιος ήπιε από το ποτηράκι μου;» ρώτησε ο έβδομος νάνος. Τότε ο πρώτος κοίταξε τριγύρω του για να δει τι συμβαίνει και παρατήρησε ότι πάνω στο κρεβάτι του υπήρχε μια μικρή λακουβίτσα σαν κάποιος να είχε ξαπλώσει προηγουμένως. «Ποιος ανέβηκε στο κρεβατάκι μου;» ρώτησε τότε ο πρώτος νάνος. Οι άλλοι νάνοι ήρθαν τρέχοντας και φώναζαν: «και στο δικό μου κάποιος είχε ξαπλώσει». Ο έβδομος όμως όταν έφτασε στο κρεβάτι του βρήκε μέσα την Χιονάτη να κοιμάται. Τότε φώναξε τους άλλους οι οποίοι πήγαν τρέχοντας, οι οποίοι φώναζαν από θαυμασμό, έφεραν τα επτά φαναράκια τους και φώτιζαν την Χιονάτη. « Αμάν Θεέ μου, αμάν Θεέ μου» φώναζαν «το παιδί αυτό είναι πανέμορφο!»και χάρηκαν τόσο πολύ που δεν ξύπνησαν τη Χιονάτη αλλά την άφησαν να κοιμάται στο κρεβατάκι.
Ο έβδομος νάνος στο κρεβάτι του οποίου κοιμόταν η Χιονάτη ξάπλωσε στα κρεβάτια των συντρόφων του μία ώρα στον καθένα και έτσι πέρασε όλη η νύχτα.
Όταν ξημέρωσε ξύπνησε η Χιονάτη και καθώς είδε τους επτά νάνους τρόμαξε. Οι νάνοι όμως ήταν ευγενικοί και την ρώτησαν «πως σε λένε;» «Με λένε Χιονάτη,» απάντησε το κοριτσάκι. «Πως έφτασες στο σπιτάκι μας;» συνέχισαν να ρωτάνε οι νάνοι. Τότε η Χιονάτη τους αφηγήθηκε πως η μητριά της ήθελε να την σκοτώσει, και πως ο κυνηγός της χάρισε τη ζωή και μετά ότι έτρεχε όλη την ημέρα μέχρι που τελικά βρήκε το σπιτάκι τους. Οι νάνοι τότε την ρώτησαν: «αν θέλεις να αναλάβεις το νοικοκυριό μας, να μαγειρεύεις, να στρώνεις τα κρεβάτια, να πλένεις, να ράβεις και να πλέκεις και αν όλα τα κρατάς όμορφα και νοικοκυρεμένα τότε μπορείς να μείνεις μαζί μας και τίποτα δεν θα σου λείψει.» «Θέλω μέσα από την καρδιά μου» απάντησε η Χιονάτη και έμεινε μαζί τους. Η Χιονάτη κρατούσε το σπίτι σε τάξη: το πρωί η νάνοι έφευγαν και πήγαιναν στο βουνό για να ψάξουν για χρυσό και άλλα μεταλλεύματα, και το βράδυ γυρνούσαν και ήθελαν να βρίσκουν το φαγητό τους έτοιμο. Όλοι την ημέρα το κορίτσι έμενε μόνο του και οι καλοί νάνοι την συμβούλευαν: «Πρόσεχε την μητριά σου, σύντομα θα μάθει ότι είσαι εδώ, μην αφήσεις κανέναν να μπει στο σπίτι».
Η βασίλισσα όμως αφού πίστεψε ότι έφαγε το πνευμόνι και το συκώτι της Χιονάτης, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά το ότι ήταν και πάλι η πρώτη και ομορφότερη. Έτσι στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και είπε:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

και ο καθρέφτης απάντησε:

«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
Αλλά πιο πέρα απ’ τα εφτά βουνά
Μαζί με τους νάνους τους εφτά
χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»

Η βασίλισσα τρόμαξε καθώς ήξερε ότι ο καθρέφτης έλεγε την αλήθεια. Κατάλαβε ότι ο κυνηγός της είχε πει ψέματα και ότι η Χιονάτη ζούσε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει λεπτό όσο ήξερε ότι δεν ήταν η ομορφότερη και σκεφτόταν έναν νέο τρόπο να σκοτώσει τη Χιονάτη. Τελικά σκέφτηκε κάτι. Έβαψε το πρόσωπο της και φόρεσε παλιά ρούχα σα να ήταν κάποια γριά ζητιάνα. Αγνώριστη όπως ήταν με τα παλιά της ρούχα ξεκίνησε να πάει πέρα από τα εφτά βουνά στους εφτά νάνους. Τελικά όταν έφτασε στο σπίτι των νάνων χτύπησε την πόρτα τους και φώναζε «εδώ η καλή πραμάτεια, εδώ ή καλή πραμάτεια». Η Χιονάτη κοίταξε από το παράθυρο και ρώτησε: «καλή σας μέρα καλή μου κυρία, τι πουλάτε;» «καλά πράγματα, καλά πράγματα» απάντησε «κορσέδες σε όλα τα χρώματα» και έδειξε έναν κορσέ ο οποίος ήταν πλεγμένος από πολύχρωμο μετάξι.
Η χιονάτη σκέφτηκε ήταν μια τίμια κυρία που θα μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη και να την αφήσει να περάσει στο σπίτι. Ξεκλείδωσε την πόρτα και άφησε την γυναίκα να περάσει μέσα και αγόρασε τον κορσέ. «Παιδάκι μου πως είσαι έτσι» της λέει η γυναίκα «άσε με να σου δέσω τον κορσέ για να ομορφύνεις» είπε η γυναίκα». Η Χιονάτη δεν σκέφτηκε τίποτε κακό και γύρισε την πλάτη της στην γυναίκα για να της δέσει τον κορσέ. Η βασίλισσα ξεκίνησε να την δένει γρήγορα- γρήγορα και με τόση δύναμη που σε λίγο κόπηκε η ανάσα της Χιονάτης και έπεσε κάτω αναίσθητη. «Τώρα δεν είσαι πια η ομορφότερη» είπε η βασίλισσα και έφυγε βιαστικά.

Μετά από λίγη ώρα ήρθαν οι εφτά νάνοι στο σπίτι τους. Τρόμαξαν καθώς είδαν την Χιονάτη τους να είναι πεσμένη στο πάτωμα ακίνητη σαν να ήταν πεθαμένη! Την σήκωσαν ψιλά και όταν είδαν ότι ήταν σφιχτά δεμένη έκοψαν τον κορσέ στα δύο: τότε η Χιονάτη άρχισε να ανασαίνει πάλι και σιγά-σιγά ζωντάνεψε. Όταν οι νάνοι άκουσαν τι συνέβη είπαν στη Χιονάτη: «η γριά ζητιάνα δεν ήτα άλλη από την άκαρδη βασίλισσα: να προσέχεις και να μην αφήνεις κανέναν να μπει στο σπίτι αν δεν είμαστε μαζί σου.»
Όταν η κακιά γυναίκα επέστρεψε στο παλάτι πήγε αμέσως στον καθρέφτη και τον ρώτησε:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

αλλά ο καθρέφτης απάντησε όπως προηγουμένως:

«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
Αλλά πιο πέρα απ’ τα εφτά βουνά
Μαζί με τους νάνους τους εφτά
χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»

Όταν το άκουσε αυτό η βασίλισσα τρόμαξε πάρα πολύ καθώς κατάλαβε ότι η Χιονάτη ξαναζωντάνεψε. «Τώρα όμως θα σκεφτώ κάτι το οποίο θα σε εξαφανίσει για πάντα» μουρμούρισε και έφτιαξε με μαγικά μια δηλητηριώδη χτένα. Μετά μεταμφιέστηκε και πάλι και πήρε τη μορφή μιας άλλης γριάς. Έτσι μεταμφιεσμένη πήγε πέρα από τα επτά βουνά στους επτά νάνους και χτύπησε την πόρτα. «Καλή πραμάτεια, καλή πραμάτεια». Αλλά η Χιονάτη της απάντησε: «Προχώρησε κυρά δεν επιτρέπεται να αφήσω κανένα να μπει». «Μήπως απαγορεύεται και να κοιτάξεις;» απάντησε η γριά και έδειξε την δηλητηριώδη χτένα στη Χιονάτη. Τόσο πολύ άρεσε η χτένα στο παιδί που η γριά την ξεγέλασε και της άνοιξε την πόρτα. Όταν συμφώνησε η Χιονάτη να αγοράσει την χτένα η γριά της είπε «τώρα άφησε με να σε χτενίσω με την καινούρια χτένα σου». Το μυαλό της Χιονάτης δεν πήγε στο κακό και άφησε την γριά να την χτενίσει. Μόλις όμως έβαλε τη χτένα στα μαλλιά της Χιονάτης, το δηλητήριο έδρασε και η Χιονάτη έχασε τις αισθήσεις της. «Τώρα τελείωσαν όλα, υπόδειγμα ομορφιάς» είπε η κακιά γυναίκα και έφυγε. Ευτυχώς είχε σχεδόν φτάσει το απόγευμα και οι εφτά νάνοι επέστρεψαν στο σπίτι. Μόλις είδαν την Χιονάτη να είναι πεσμένη στο έδαφος, κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι είχε κάνει η μητριά της. Έτσι άρχισαν να παρατηρούν την Χιονάτη και είδαν την δηλητηριώδη χτένα στα μαλλιά της. Μόλις την έβγαλαν η Χιονάτη συνήρθε και τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Τότε οι νάνοι είπαν και πάλι στη Χιονάτη να προσέχει και να μην ανοίγει την πόρτα σε κανέναν.

Όταν η βασίλισσα έφτασε στο σπίτι στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και των ρώτησε:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

αλλά ο καθρέφτης απάντησε όπως προηγουμένως:

«Είστε η ομορφότερη σε τούτο το παλάτι,
Αλλά πιο πέρα απ’ τα εφτά βουνά
Μαζί με τους νάνους τους εφτά
χίλιες φορές πιο όμορφη, είναι η Χιονάτη»

Όταν άκουσε τον καθρέφτη να λέει αυτά τα λόγια έτρεμε από τον θυμό της. Η Χιονάτη πρέπει να πεθάνει» φώναζε «ακόμη και αν αυτό μου στοιχίσει την ίδια μου τη ζωή.» Μετά πήγε σε ένα κρυφό και απομονωμένο δωμάτιο στο οποίο δεν πήγαινε ποτέ κανείς και έφτιαξε ένα δηλητηριώδες μήλο. Εξωτερικά το μήλο έμοιαζε λαχταριστό, μισό λευκό και μισό κόκκινο αλλά όποιος θα έτρωγε και ένα μικρό κομμάτι από το μήλο έπρεπε να πεθάνει. Όταν ετοίμασε το μήλο έβαψε το πρόσωπο της, ντύθηκε σαν αγρότισσα και κίνησε να πάει πέρα από τα επτά βουνά στους επτά νάνους. Χτύπησε την πόρτα και η Χιονάτη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και απάντησε στην αγρότισσα: «δεν μπορώ να αφήσω σε κανέναν άνθρωπο να μπει, γιατί μου το απαγόρευσαν οι επτά νάνοι.» «Μη στεναχωριέσαι μικρή» απάντησε η αγρότισσα «τα μήλα μου θα βρω να τα πουλήσω. Αλλά πάρε ένα θα σου το χαρίσω.» «Όχι» απάντησε η Χιονάτη «δεν επιτρέπεται να πάρω το οτιδήποτε.» «Φοβάσαι μην είναι δηλητηριασμένα;» ρωτάει η αγρότισσα «τότε θα κόψω το μήλο στα δύο και θα το μοιραστούμε, το κόκκινο για σένα και το άσπρο για μένα.» Το μήλο ήταν όμως έτσι φτιαγμένο που το δηλητήριο βρισκόταν όλο από την κόκκινη πλευρά. Η Χιονάτη έβλεπε το μήλο και της είχε ανοίξει η όρεξη. Αφού είδε ότι η αγρότισσα έτρωγε από το μήλο και δεν είχε πάθει κάτι άπλωσε το χέρι της και πήρε το δηλητηριασμένο κομμάτι. Καλά-καλά δεν έφαγε ένα κομματάκι έπεσε στο έδαφος νεκρή. Τότε την κοίταξε βλοσυρά η κακιά βασίλισσα και είπε: «άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν τον έβενο, αυτή τη φορά δεν θα μπορέσουν να σε ξυπνήσουν οι επτά νάνοι».
Όταν επέστρεψε στο παλάτι ρώτησε τον καθρέφτη:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

και ο καθρέφτης απάντησε επιτέλους:

«Εσείς είστε η ομορφότερη βασίλισσα, κυρά μου»

Τότε η ζηλιάρα καδιά της ηρέμησε επιτέλους. Όσο βέβαια μπορεί να ηρεμήσει μια ζηλιάρα καρδιά.

Όταν επέστρεψαν το βράδυ στο σπίτι οι νάνοι, βρήκαν τη Χιονάτη στο πάτωμα να μην αναπνέει. Την σήκωσαν και έψαξαν να βρουν κάτι το δηλητηριώδες πάνω της, άνοιξαν τον κορσέ, χτένισαν τα μαλλιά της, την έπλυναν με νερό και κρασί αλλά δεν βρήκαν τίποτε το οποίο να μπορέσει να την συνεφέρει. Το παιδί είχε πεθάνει και παρέμενε πεθαμένο. Τελικά έβαλαν την Χιονάτη πάνω σε ένα πάγκο και την έκλαιγαν επί τρεις ημέρες. Μετά θέλησαν να την θάψουν αλλά ήταν ακόμη τόσο φρέσκια σαν να ήταν ζωντανή και είχε ακόμα τόσο κόκκινα μάγουλα που είπαν: «δεν είναι σωστό να την βάλουμε μέσα στο μαύρο χώμα». Έτσι έφτιαξαν ένα κουτί από γυαλί, διάφανο από όλες τις πλευρές του και έβαλαν μέσα την Χιονάτη. Με χρυσά γράμματα έγραψαν το όνομα του κοριτσιού στο κουτί και το ότι ήταν μία βασιλοπούλα. Μετά μετέφεραν το κουτί πάνω στο βουνό και ένας από τους νάνους έμενε πάντοτε μαζί του για να το προσέχει. Τα ζώα ερχόταν και έκλαιγαν την Χιονάτη. Πρώτα πήγε μια κουκουβάγια, μετά ένα κοράκι και στο τέλος ένα περιστέρι.

Πέρασε πολύς-πολύς καιρός και η Χιονάτη παρέμενε στο κουτί χωρίς να αλλάξει η μορφή της. Έμοιαζε σα να κοιμάται, καθώς παρέμενε λευκή σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μελαχρινή σαν τον έβενο. Μια μέρα ένα βασιλόπουλο μπήκε στο δάσος και σταμάτησε για να περάσει την νύχτα του στο σπίτι των νάνων. Είδε το κουτί με την Χιονάτη στο βουνό, και τα χρυσά γράμματα με το όνομα της. «Δώστε μου το κουτί» λέει τότε στους νάνους «και θα σας δώσω ότι θέλετε». «Δεν θα σου το δώσουμε ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου» απάντησαν οι νάνοι. «Τότε να μου το χαρίσετε» απάντησε ο πρίγκιπας «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να βλέπω την Χιονάτη. Θα την τιμώ και θα την προσέχω σαν να είναι ότι πολυτιμότερο έχω». Όταν οι νάνοι άκουσαν τον πρίγκιπα τον λυπήθηκαν και αποφάσισαν να του δώσουν το κουτί. Το βασιλόπουλο ζήτησε από τους υπηρέτες του να κατεβάσουν το κουτί από το βουνό. Τότε οι υπηρέτες πήραν το κουτί στον ώμο τους αλλά καθώς περνούσαν πάνω από ένα θάμνο παραπάτησαν. Από το ταρακούνημα έφυγε το δηλητηριασμένο κομμάτι μήλου το οποίο είχε σκαλώσει στον λαιμό της Χιονάτης.
Αμέσως η Χιονάτη άνοιξε τα μάτια της και πέταξε το καπάκι από το κουτί, σηκώθηκε και ξαναζωντάνεψε. «Θεέ μου που είμαι;» φώναξε. Το βασιλόπουλο απάντησε «είσαι μαζί μου» και εξήγησε στην Χιονάτη το τι είχε συμβεί. «Σε αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε στη γη» λέει στη Χιονάτη «έλα μαζί μου στο παλάτι του πατέρα μου για να γίνεις γυναίκα μου». Η Χιονάτη δέχτηκε και ετοιμάστηκε ένας γάμος με λάμψη και μεγαλοπρέπεια. Στο γλέντι καλέσανε και την μητριά της Χιονάτης. Καθώς λοιπόν ετοιμάστηκε η μητριά και έβαλε τα φορέματα της, κάθισε μπροστά στον καθρέφτη και είπε:

«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, θέλω να μάθω τώρα
ποια είναι η ομορφότερη σε ολόκληρη τη χώρα»

Ο καθρέφτης απάντησε:

«Είστε η ομορφότερη σε ετούτη την αυλή,
Μα η νέα η βασίλισσα, πολύ καλύτερη»

Τότε η κακιά γυναίκα εκστόμισε μία κατάρα, και φοβήθηκε τόσο πολύ μα τόσο πολύ που δεν ήξερε τι να κάνει. Στην αρχή δεν θέλησε να πάει καθόλου στο γάμο, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει και ήθελε να δει από κοντά τη νέα βασιλοπούλα. Καθώς πήγε αναγνώρισε αμέσως τη Χιονάτη. Τότε τρόμαξε και φοβήθηκε τόσο που δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση της.
Οι άνθρωποι του βασιλιά έφεραν σιδερένιες παντόφλες τις οποίες είχαν πυρώσει σε φωτιά και την ανάγκασαν να τις φορέσει. Στη συνέχεια έπρεπε να χορέψει με τα καυτά παπούτσια τόσο πολύ μέχρι που έπεσε νεκρή στο έδαφος.




































Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ. (ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)

    Μια φορά και έναν καιρό ήταν μία γυναίκα η οποία γέννησε ένα αγοράκι. Όταν γεννήθηκε το μωρό, είχαν προβλέψει ότι θα ήταν πολύ τυχερό και ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων ετών. Όλο το χωριό μιλούσε για το τυχερό παιδί που γεννήθηκε.
Μετά από λίγο καιρό έτυχε να περάσει ο βασιλιάς από το χωριό. Ήταν μεταμφιεσμένος σε χωρικό και ρωτούσε, χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς, για τα νέα του τόπου. Οι κάτοικοι τότε του είπαν πως γεννήθηκε ένα παιδί που όλα τα σημεία έδειχναν ότι ήταν πολύ τυχερό. Μάλιστα είχαν προβλέψει ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων χρονών.
Ο βασιλιάς όμως είχε κακή καρδιά και θύμωσε με το ενδεχόμενο να κάνει γαμπρό το φτωχό χωριατόπουλο. Έτσι πήγε στους φτωχούς γονείς του παιδιού και τους είπε ευγενικά: «αφήστε μου το παιδί και θα το φροντίσω εγώ όπως πρέπει.» Αρχικά οι γονείς αρνήθηκαν, όταν όμως τους πρόσφερε πολύ χρυσάφι άλλαξαν γνώμη. Σκέφτηκαν ότι η τύχη του παιδιού έστειλε τον ξένο και πως θα ήταν καλύτερα να μεγαλώσει μαζί με κάποιον που διέθετε τόσα πολλά χρήματα. Έτσι τελικά δέχτηκαν και του έδωσαν το παιδί.
    Ο βασιλιάς έβαλε το μωρό σε ένα κουτί και το πήρε με το άλογο του. Αφού ίππευσε για αρκετή ώρα, έφτασε σε ένα βαθύ ποτάμι στο οποίο και πέταξε το κουτί μαζί με το παιδάκι. Ευχαριστημένος σκέφτηκε ότι έσωσε την κόρη του από έναν αναπάντεχο μνηστήρα. Το κουτί όμως δεν βυθίστηκε στο ποτάμι αλλά επέπλεε σαν βάρκα χωρίς να περάσει στο εσωτερικό του ούτε μία σταγόνα νερό. Έτσι ταξίδεψε για ώρα μέχρι που έφτασε δύο μίλια μακριά από το παλάτι του βασιλιά. Εκεί υπήρχε ένας νερόμυλος, στο φράγμα του οποίου σκάλωσε και σταμάτησε το κουτί. Ένα παιδί το οποίο βοηθούσε στον μύλο στεκόταν τυχαία εκεί κοντά και είδε το κουτί. Έτρεξε τότε να το τραβήξει κοντά του με ένα τσιγκέλι πιστεύοντας ότι θα έκρυβε κάποιον θησαυρό. Αντί για θησαυρό όμως, όταν το άνοιξε βρήκε μέσα ένα όμορφο αγοράκι ζωηρό και χαμογελαστό. Το πήρε και το πήγε τότε στους μυλωνάδες και καθώς αυτοί δεν είχαν παιδιά χάρηκαν και είπαν: «Είναι δώρο από τον Θεό.» Οι μυλωνάδες φρόντιζαν το παιδάκι και το μεγάλωναν προσφέροντας του μια άνετη ζωή.
Κάποια μέρα μπήκε στον μύλο ο βασιλιάς για να αποφύγει μία καταιγίδα και όταν είδε τον νεαρό, ρώτησε τους ιδιοκτήτες του μύλου αν ήταν γιος τους. «Όχι» απάντησαν οι μυλωνάδες «πριν από δεκατέσσερα χρόνια τον είχε βρει ο παραγιός σε ένα κουτί που είχε τραβήξει από ποτάμι. Ήταν νεογέννητος τότε και έτσι τον κρατήσαμε και τον μεγαλώνουμε σαν παιδί μας.»Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε ότι το παιδί δεν ήταν άλλο από το τυχερό παιδί που ο ίδιος είχε ρίξει στο νερό και είπε: «καλοί μου άνθρωποι, δεν θα μπορούσε το αγόρι να πάει ένα γράμμα στη γυναίκα μου την βασίλισσα Θα του δώσω και δύο χρυσά νομίσματα για ανταμοιβή!» «Όπως προστάζει ο κύριος μας ο βασιλιάς!» απάντησαν οι μυλωνάδες και είπαν στο αγόρι να ετοιμαστεί. Τότε ο βασιλιάς έγραψε ένα γράμμα στην βασίλισσα, στο οποίο έλεγε: «Μόλις το αγόρι σου φέρει αυτό το γράμμα, να βάλεις να το σκοτώσουν και να το θάψουν. Φρόντισε όλα αυτά να γίνουν αμέσως και να έχουν τελειώσει πριν επιστρέψω!»
    Το αγόρι πήρε το γράμμα αλλά έχασε τον δρόμο του και το βράδυ έφτασε σε ένα μεγάλο δάσος. Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα μικρό φωτάκι να ανάβει μακριά και το ακολούθησε μέχρι που έφτασε σε ένα μικρό σπιτάκι. Όταν μπήκε μέσα είδε μια γριά που στεκόταν στην φωτιά ολομόναχη. Μόλις είδε το αγόρι τρόμαξε και του είπε: «Από που έρχεσαι και που θέλεις να πας;» «Έρχομαι από τον μύλο» απάντησε ο νεαρός, «και θέλω να πάω στην Βασίλισσα, στην οποία έχω να παραδώσω ένα γράμμα από τον Βασιλιά. Όμως χάθηκα στο δάσος και θα ήθελα να διανυκτερεύσω εδώ πέρα.» «Καημένο παιδί έφτασες σε ένα λημέρι ληστών. Όταν θα επιστρέψουν οι ληστές θα σε σκοτώσουν» του είπε με συμπόνια η γριά. «Ας έρθει όποιος θέλει» απάντησε το αγόρι «δεν φοβάμαι, αλλά είμαι τόσο κουρασμένος που δεν μπορώ να συνεχίσω.» Έτσι ξάπλωσε σε έναν πάγκο που βρισκόταν μέσα στο σπίτι και αποκοιμήθηκε. Μετά από λίγο ήρθαν οι ληστές και ρωτούσαν θυμωμένοι ποιο ήταν αυτό το ξένο αγόρι που ξάπλωνε στο σπίτι τους. «Α,» είπε η γριά «είναι ένα αθώο παιδί που χάθηκε στο δάσος και το κράτησα επειδή το λυπήθηκα, έχει αποστολή να παραδώσει ένα γράμμα στη βασίλισσα».
    Οι ληστές άνοιξαν τον φάκελο και διάβασαν το γράμμα όπου ο βασιλιάς διέταζε να σκοτώσουν το παιδί μόλις έφτανε. Λυπήθηκαν τότε τον νεαρό και ο αρχηγός τους έσκισε το γράμμα και έγραψε ένα άλλο. Το γράμμα του ληστή έλεγε ότι μόλις θα ερχόταν ο νεαρός, θα έπρεπε να τον παντρέψουν αμέσως με την κόρη του βασιλιά. Μετά άφησαν το αγόρι να κοιμηθεί ήσυχα στον πάγκο μέχρι το άλλο πρωί. Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα του έδωσαν το καινούριο γράμμα και του έδειξαν τον σωστό δρόμο. Οι βασίλισσα μόλις παρέλαβε το γράμμα και το διάβασε, έστησε ένα λαμπρό γλέντι και πάντρεψε την κόρη της με τον νεαρό. Μια και ο νεαρός ήταν ευγενικός και καλοφτιαγμένος η βασιλοπούλα ζούσε μαζί του όμορφα και ευτυχισμένα.
Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε ο βασιλιάς στο παλάτι και εκεί είδε ότι η προφητεία έγινε πραγματικότητα καθώς το τυχερό παιδί είχε παντρευτεί την κόρη του. «Τι συνέβη;» ρώτησε την βασίλισσα «στο γράμμα μου έδωσα εντολή να γίνουν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα!»Τότε η βασίλισσα του έδωσε το γράμμα που τις είχε δώσει ο νεαρός για να δει και ο ίδιος ότι απλώς είχε εκπληρώσει την επιθυμία του. Ο βασιλιάς διάβασε το γράμμα και κατάλαβε ότι είχε αλλαχτεί με άλλο. Ρώτησε τότε τον νεαρό τι είχε συμβεί με το γράμμα και γιατί είχε φέρει άλλο από αυτό που εκείνος του είχε δώσει. «Δεν ξέρω για πιο πράγμα μιλάτε» απάντησε το αγόρι «θα πρέπει να το άλλαξαν το βράδυ όταν κοιμήθηκα στο δάσος». Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και απάντησε: «Τόσο εύκολα δεν θα είναι τα πράγματα για σένα, όποιος θέλει να πάρει την κόρη μου θα πρέπει να πάει στην κόλαση και να φέρει τρεις χρυσές τρίχες από το κεφάλι του διαβόλου. Αν μου φέρεις αυτό που ζητάω τότε θα μπορέσεις να κρατήσεις την κόρη μου!» Με αυτόν τον τρόπο ο βασιλιάς πίστευε ότι θα ξεφορτωνόταν μία για πάντα τον νεαρό. Το τυχερό παιδί όμως απάντησε: «Τις χρυσές τρίχες θα τις φέρω γιατί εγώ δεν φοβάμαι το διάβολο!» Μετά αποχαιρέτησε και ξεκίνησε για το ταξίδι του.
    Ο δρόμος του τον οδήγησε σε μία μεγάλη πόλη. Στην πύλη τον σταμάτησε ο φύλακας και τον ρώτησε ποια είναι η τέχνη του και τι γνώριζε να κάνει. «Ξέρω τα πάντα» απάντησε το τυχερό παιδί. «Τότε να μας κάνεις μια χάρη και να μας πεις, γιατί η βρύση στην κεντρική αγορά από την οποία έτρεχε πάντα κρασί, τώρα στέρεψε και δεν τρέχει ούτε νερό;» ρώτησε ο φύλακας. «Αυτό θα σας το πω» είπε το παιδί «περιμένετε όμως μέχρι να επιστρέψω.» Τότε συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε σε μία άλλη πόλη. Ο φύλακας και αυτής της πόλης τον ρώτησε για την τέχνη και τις γνώσεις του. «Ξέρω τα πάντα» απάντησε πάλι ο νεαρός. «Τότε μπορείς να μας κάνεις μια χάρη και να μας πεις, γιατί ένα δέντρο στην πόλη μας το οποίο συνήθιζε να έχει χρυσά μήλα, τώρα δεν έχει ούτε καν φύλλα» ρώτησε ο φύλακας. «Αυτό θα σας το πω» είπε το παιδί «περιμένετε μόνο μέχρι να επιστρέψω.»
Τότε συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε σε ένα μεγάλο ποτάμι που έπρεπε να διασχίσει. Ο βαρκάρης τον ρώτησε για την τέχνη και τις γνώσεις του. «Ξέρω τα πάντα» απάντησε ο νεαρός. «Τότε μπορείς να μου κάνεις μια χάρη και να μου πεις, γιατί πρέπει συνέχεια να διασχίζω πέρα δώθε το ποτάμι αλλά ποτέ να μην έρχεται κανείς να με αντικαστήσει;» ρώτησε ο βαρκάρης. «Αυτό θα σου το πω» είπε το παιδί «περίμενε μόνο μέχρι να επιστρέψω.»
Μόλις πέρασε το ποτάμι βρήκε την είσοδο για την κόλαση. Όλα ήταν σκοτεινά και μαύρα σαν την πίσσα. Ο διάβολος έλειπε και δεν ήταν στο σπίτι του, σε μια φαρδιά πολυθρόνα όμως κάθοταν η γιαγιά του. «Τι θέλεις;» των ρώτησε, η όψη της όμως δεν ήταν τόσο φοβιστική. «Θα ήθελα τρεις χρυσές τρίχες από το κεφάλι του διαβόλου» απάντησε ο νεαρός «αλλιώς δεν θα μπορέσω να κρατήσω την γυναίκα μου!» «Πολλά ζητάς» του λέει τότε εκείνη «αν γυρίσει ο διάβολος και σε βρει εδώ πέρα, αλιμονό σου. Σε λυπάμε όμως και θα δω αν μπορέσω να σε βοηθήσω!» Τον μετέτρεψε τότε σε μυρμίγκι και του λέει: «κρύψου τώρα στις πιέτες της φούστας μου, εκεί θα είσαι ασφαλείς.» «Ναι, ναι» απάντησε, «θα είμαι μια χαρά, αλλά θα ηθελα να μου λύσεις τρεις απορίες που έχω. Πρώτον γιατί μία βρίση από την οποία ανάβλιζε κρασί, τώρα έχει στεγνώσει και πια δεν τρέχει ούτε καν νερό, δεύτερον γιατί ένα δέντρο το οποίο συνήθιζε να έχει χρυσά μήλα τώρα πια δεν έχει ούτε φύλλωμα και τρίτον γιατί κανείς δεν αντικαθιστά έναν βαρκάρη που πηγαίνει όλη τη μέρα πέρα δώθε διασχίζοντας το ποτάμι.» «Αυτές είναι δύσκολες ερωτήσεις» του λέει η γριά «αλλά κάνε ησυχία και δώσε προσοχή τι θα πει ο διάβολος όταν θα του βγάζω τις τρεις χρυσές τρίχες.»
    Όταν βράδιασε γύρισε και ο διάβολος στο σπίτι. Μόλις μπήκε αμέσως κατάλαβε ότι ο αέρας δεν ήταν καθαρός. «Μυρίζω ανθρώπινο κρέας,» είπε «δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ πέρα!» Μετά κοίταξε παντού και έψαξε σε όλες τις γωνίες του σπιτιού αλλά δεν μπόρεσε να βρει τίποτε. Οι γιαγιά του τον αποπήρε: «μόλις που είχα σκουπίσει και συμμαζέψει, και εσύ μου τα κάνεις όλα πάνω κάτω. Συνεχώς σου μυρίζει ανθρώπινο κρέας! Κάτσε κάτω, ησύχασε και φάε το βραδινό σου.»
Αφού έφαγε και ήπιε, νύσταξε και έβαλε το κεφάλι του στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Τις είπε ότι θα ήθελε να τον ξεψειρίσει. Δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι που αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει. Τότε άρπαξε η γριά μία χρυσή τρίχα την ξερίζωσε και την έβαλε δίπλα της. «Αχ!» φώναξε ο διάβολος «τι προσπαθείς να κάνεις;» «Είδα ένα περίεργο όνειρο και από την ταραχή μου σου τράβηξα τα μαλλιά!» απάντησε η γριά. «Τι όνειρο είδες;» ρώτησε ο διάβολος. «Ονειρεύτηκα ότι μία βρύση από την οποία έτρεχε κρασί, τώρα στέρεψε και δεν βγάζει ούτε καν νερό. Τι να φταίει άραγε» αποκρίνεται η γιαγιά του. «Χα, χα που να το ήξεραν!» λέει τότε χαμογελώντας ο διάβολος «το στόμιο της βρύσης μπλοκάρεται από μία πέτρα, κάτω από την οποία κάθεται ένα βατράχι. Αν σκοτώσουν το βατράχι θα ξανατρέξει κρασί.» Η γιαγιά άρχισε πάλι να ξεψειρίζει τον διάβολο μέχρι που τον ξαναπήρε ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει τόσο πολύ που έτρεμαν τα έπιπλα. Τότε του τράβηξε και την δεύτερη τρίχα. «Αχ! Τι κάνεις» ούρλιαξε ο διάβολος τσαντισμένος. «Μη με παρεξηγείς» του απαντάει η γριά «είδα όνειρο.» «Τι όνειρο είδες πάλι;» ρώτησε ο διάβολος. «Ονειρεύτηκα ότι σε κάποιο βασίλειο υπήρχε ένα δέντρο που συνήθως είχε χρυσά μήλα, αλλά τώρα δεν έβγαζε ούτε καν φύλλα. Τι να το έχει προκαλέσει αυτό άραγε! «Χα, χα που να το ήξεραν!» απάντησε ο διάβολος «είναι ένα ποντίκι που ροκανίζει την ρίζα του δέντρου. Αν σκοτώσουν το ποντίκι τότε θα ξαναβγάλει χρυσά μήλα, αν δεν το σκοτώσουν όμως το δέντρο θα ξεραθεί εντελώς. Άσε με όμως τώρα με τα όνειρα σου γιατί θέλω να κοιμηθώ, αν με ξαναξυπνήσεις θα σε δείρω!» Η γιαγιά άρχισε να τον καλοπιάνει και να τον ξεψειρίζει μέχρι που τον πήρε πάλι ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει. Τότε έπιασε την τρίτη χρυσή τρίχα και του την έβγαλε. Ο διάβολος πετάχτηκε πάνω, άρχισε να φωνάζει και είχε κακό σκοπό, αλλά η γριά κατάφερε να τον ηρεμήσει για μια ακόμη φορά λέγοντας του «ποιος είναι υπεύθυνος για τα όνειρα που βλέπει;» «Τι ονειρεύτηκες πάλι;» ρώτησε ο διάβολος που παρά την νύστα του είχε την περιέργεια να μάθει. «Ονειρεύτηκα έναν βαρκάρη ο οποίος παραπονιόταν ότι συνέχεια περνούσε πέρα δώθε το ποτάμι και ποτέ δεν τον αντικαθιστούσε κανείς. Τι να φταίει άραγε;»
«Α τον χαζούλη!» απάντησε ο διάβολος «την επόμενη φορά που θα θελήσει κάποιος να περάσει, θα πρέπει να του δώσει το κουπί. Έτσι θα χρειαστεί ο άλλος να τον περάσει απέναντι και αυτός θα ελευθερωθεί.» Μια και η γριά του είχε ξεριζώσει τις τρεις χρυσές τρίχες και είχε πάρει τις απαντήσεις στις τρεις ερωτήσεις, άφησε πια το θηρίο να κοιμηθεί μέχρι το άλλο πρωί.
    Όταν ο διάβολος έφυγε από το σπίτι του την επόμενη μέρα, η γριά έβγαλε το μυρμήγκι από την πιέτα της φούστας της και του ξαναέδωσε την μορφή ανθρώπου. «Πάρε τις τρεις χρυσές τρίχες» του λέει «όσο για το τι απάντησε ο διάβολος στις τρεις ερωτήσεις σου, θα το έχεις ακούσει.» «Ναι βέβαια τα άκουσα όλα» είπε το τυχερό παιδί. «Άρα σε βοήθησα σε ότι ήθελες και μπορείς να πάρεις τον δρόμο σου τώρα» είπε η γριά. Ο νεαρός ευχαρίστησε για την πολύτιμη βοήθεια και έφυγε χαρούμενος από την κόλαση. Όταν έφτασε στον βαρκάρη, εκείνος του ζήτησε να του πει την απάντηση που του είχε υποσχεθεί. «Πήγαινε με πρώτα απέναντι και θα σου πω πως θα λυτρωθείς» του είπε. Όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη, του είπε την συμβουλή του διαβόλου: «Όταν θα ξαναέρθει κάποιος και θέλει να τον περάσεις απέναντι, τότε δώσε του το κουπί στο χέρι!»
Το τυχερό παιδί συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε στην πόλη με το δέντρο που σταμάτησε να δίνει καρπούς. Ο φύλακας τον ρώτησε πάλι για τον λόγο που εξαφανίστηκαν τα χρυσά μήλα. Ο νεαρός τότε του είπε ότι είχε ακούσει από τον διάβολο: «σκοτώστε το ποντίκι που ροκανίζει τις ρίζες του δέντρου και θα ξαναφτιάξει χρυσά μήλα!» Ο φύλακας τον ευχαρίστησε και για ανταμοιβή του έδωσε δύο γάιδαρους φορτωμένους με χρυσάφι για να πάρει μαζί του. Μετά έφτασε στην πόλη της οποίας η βρύση είχε στερέψει. Εκεί είπε στον φύλακα όσα έμαθε από τον διάβολο: «στην βρύση υπάρχει ένας βάτραχος που κάθεται κάτω από μία πέτρα και που εμποδίζει να τρέξει το κρασί. Βρείτε και σκοτώστε τον βάτραχο και από την βρύση θα τρέξει πάλι άφθονο κρασί!» Ο φύλακας ευχαρίστησε τον νεαρό και του έδωσε και αυτός για ανταμοιβή δύο γάιδαρους φορτωμένους με χρυσάφι.
    Επιτέλους το τυχερό παιδί έφτασε στο σπίτι του. Η γυναίκα του χάρηκε πολύ που επέστρεψε και αυτός της αφηγήθηκε με ποιον τρόπο τα κατάφερε. Στον βασιλιά έφερε ότι του είχε ζητήσει δηλαδή της τρεις χρυσές τρίχες του διαβόλου. Έτσι ο βασιλιάς ικανοποιήθηκε επιτέλους και του λέει: «αγαπημένε μου γαμπρέ, αφού τα κατάφερες με την δοκιμασία που σου έβαλα, μπορείς να κρατήσεις την κόρη μου. Πες μου όμως πως απέκτησες τόσο πολύ χρυσάφι; Οι θησαυροί αυτοί είναι τεράστιοι!»
«Πέρασα από ένα ποτάμι» του είπε «και το πήρα μαζί μου, καθώς ήταν απλωμένο στην όχθη αντί για άμμο.» «Μπορώ να πάω να πάρω και εγώ;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Όσο θέλετε» του απάντησε «είναι ένας βαρκάρης στο ποτάμι ο οποίος θα σας περάσει απέναντι, εκεί θα μπορέσετε να γεμίσετε τα τσουβάλια σας.» Ο άπληστος βασιλιάς έφυγε βιαστικά και όταν έφτασε στο ποτάμι, έγνεψε στο βαρκάρη για να τον περάσει απέναντι. Ο βαρκάρης του είπε να ανέβει, αλλά όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη του έδωσε το κουπί και έφυγε από την βάρκα. Ο βασιλιάς όμως έπρεπε πλέον να κάνει τον βαρκάρη από δω και εμπρός ως τιμωρία για τις αμαρτίες του.
«Λέτε ακόμη να συνεχίζει τα δρομολόγια;»
«Τι; δεν βρέθηκε κανείς να του πάρει το κουπί;»

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Η ΚΑΚΙΑ ΜΗΤΡΙΑ.(ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ)

Μια φορα και εναν καιρο σε ενα μακρινο χωριο ζουσε ενα παιδι με τη μητρια του.Ενα πρωι ο μικρος σηκωθηκε και μπηκε κρυφα μεσα στο κοτετσι του γειτονα.Εκλεψε γρηγορα γρηγορα ενα αυγο και ετρεξε αμεσως στο σπιτι.Ξυπνησε τη μητρια του ολο χαρα και μολις της ειπε αυτο που εκανε εκεινη τον φιλησε και του ειπε μπραβο για το κατορθωμα του.Αμεσως μαγειρεψε το αυγο και το φαγανε μαζι.
   Υστερα απο λιγες μερες ο μικρος ξαναμπηκε κρυφα στο κοτετσι του γειτονα και χωρις να δει κανεις τιποτα εκλεψε μια κοτα.Διχως να χασει λεπτο γυρισε αμεσως σπιτι για να τη δειξει στη μητρια του.Αυτη μολις ειδε την κοτα πεταξε απο τη χαρα της και τον φιλησε λεγοντας του οτι ειναι το καλυτερο παιδι.Μαγειρεψε την κοτα και  καθισαν να απολαυσουν το γευμα τους.
    Λιγο καιρο αργοτερα ο μικρος προσπαθησε να μπει μεσα στο σπιτι του γειτονα ξανα για να κλεψει χρηματα.Ο γειτονας ομως ξυπνησε και καλεσε την αστυνομια.Οταν εφτασε η αστυνομια επιασε τον μικρο να προσπαθει να ξεφυγει απο ενα παραθυρο,χωρις ομως να τα καταφερει.Λιγες ωρες αργοτερα ο μικρος εστεκε μετανιωμενος μπροστα στον Δικαστη ακουγοντας τον να του λεει οτι θα πρεπει να μπει στη φυλακη για να συμμορφωθει.
   Πριν τον οδηγησουν στο κελι ο μικρος ζητησε απο τον Δικαστη μια τελευταια χαρη.Αν μπορουσε να ψιθυρισει κατι τελευταιο στο αυτι της μητριας του.Ο Δικαστης συμφωνησε και μολις εσκυψε η μητρια να ακουσει τι ηθελε να της πει ο γιος της,αυτος δαγκωσε τοσο δυνατα το αυτι της που εκοψε απο αυτο ολοκληρο κομματι.
  <<Εσυ φταις για ολα,εσυ φταις που εφτασα ως εδω.Οταν εκλεψα το αυγο επρεπε να με ειχες μαλωσει αλλα εσυ με εκανες να συνεχισω.Το ιδιο εκανες και οταν εκλεψα την κοτα.Φυγε απο μπροστα μου,δεν θελω να σε ξαναδω ποτε.>>
   Ο μικρος μετανιωσε για οτι εκανε και απο τοτε δεν ξαναεκλεψε τιποτα ποτε.Βγηκε απο τη φυλακη και εζησε εντιμα για ολη την υπολοιπη ζωη του.Τη μητρια του δεν πηγε να τη δει ποτε ξανα.Ακουσε αρκετα χρονια αργοτερα οτι πεθανε μονη μεσα στο παλιο σπιτι.



Το ηθικο διδαγμα της ιστοριας μας ειναι οτι ποτε δεν πρεπει να παρασυρομαστε απο κανεναν.Οποιος και αν μας ζητησει η επιβραβευσει για μια λαθος πραξη θα πρεπει να τον απομακρυνουμε απο τη ζωη μας για να μην επηρεαζει αρνητικα τις επιλογες μας.

Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ.(ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)

   Ήταν κάποτε ένα μικρό, γλυκό κοριτσάκι που και μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους αγαπούσε το κοριτσάκι η γιαγιά του, που συνεχώς έκανε δώρα στην μικρή της εγγονή.. Μια μέρα της χάρισε ένα σκούφο από κόκκινο ύφασμα. Τόσο πολύ άρεσε στο κορίτσι ο κόκκινος σκούφος που δεν ήθελε ποτέ πια να τον αποχωριστεί. Έτσι όλοι την αποκαλούσαν «η κοκκινοσκουφίτσα».

Μια μέρα η μητέρα της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε ένα κομμάτι γλυκό και ένα μπουκάλι κρασί και πήγαινέ τα στη γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Φρόντισε όμως να είσαι φρόνιμη και μη ξεχάσεις να της δώσεις πολλά χαιρετίσματα. Να πηγαίνεις προσεκτικά στο δρόμο και να προσέχεις, γιατί αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις τα πράγματα και δεν θα μείνει τίποτε για την γιαγιά σου».
«Εντάξει θα κάνω ότι μου είπες» υποσχέθηκε η κοκκινοσκουφίτσα. Η γιαγιά ζούσε στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Καθώς λοιπόν μπήκε στο δάσος την συνάντησε ο λύκος. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.
-Καλημέρα κοκκινοσκουφίτσα. Είπε ο λύκος
-Ευχαριστώ λύκε. Απάντησε το κοριτσάκι
-Για πού το έβαλες πρωί-πρωί;
-Πηγαίνω στη γιαγιά.
-Και τι κουβαλάς στη ποδιά σου;
-Γλυκό και κρασί για την άρρωστη γιαγιά μου. Εχθές φτιάξαμε το γλυκό για να το φάει η γιαγιά και να δυναμώσει.
-Κοκκινοσκουφίτσα που μένει η γιαγιά σου;
-Μέσα στο δάσος, γύρω στο ένα τέταρτο απόσταση από εδώ που βρισκόμαστε. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.
    Ο λύκος σκέφτηκε ότι η κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές και αναρωτιόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να τον αποκτήσει. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε να της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, κοίταξε τι ωραία λουλούδια που υπάρχουν στο δάσος. Μα γιατί δεν τα κοιτάς. Έχω την εντύπωση ότι ούτε καν ακούς το όμορφο κελάηδημα των πουλιών! Εσύ περπατάς σαν να είσαι στο δρόμο για το σχολείο, ενώ είναι τόσο όμορφα στο δάσος».
Η κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε τότε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Το δάσος ήταν γεμάτο λουλούδια και έτσι είπε να φτιάξει μια ανθοδέσμη για τη γιαγιά. «Ακόμη νωρίς είναι» σκέφτηκε «έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά». Έτσι μπήκε χορεύοντας στο δάσος και άρχισε να διαλέγει λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλούδι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και η κοκκινοσκουφίτσα ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από τον δρόμο της και έμπαινε βαθύτερα στο δάσος.
     Ο λύκος όμως προχώρησε χωρίς να καθυστερήσει απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.
-Ποιος είναι; Ρώτησε η γιαγιά
-Η κοκκινοσκουφίτσα απάντησε ο λύκος. Σου φέρνω γλυκό και κρασί. Άνοιξε μου.
-Άνοιξε την πόρτα δεν έχω κλειδώσει, απάντησε η γιαγιά. Είμαι πολύ αδύναμη για να σηκωθώ.
Ο κακός ο λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την κατάπιε. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε. Έβαλε και το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς και ξάπλωσε ενώ προηγουμένως τράβηξε της κουρτίνες.
Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε στο δάσος ψάχνοντας για λουλούδια, και όταν βρήκε τόσα ώστε να μη μπορεί να κουβαλήσει περισσότερα, θυμήθηκε την γιαγιά της και ξεκίνησε να πάει να την επισκεφτεί. Καθώς έφτασε βρήκε την πόρτα ανοιχτή πράγμα ασυνήθιστο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο αισθάνθηκε πολύ άβολα και σκέφτηκε «γιατί άραγε είμαι τόσο φοβισμένη σήμερα, αφού συνήθως έρχομαι στη γιαγιά με μεγάλη ευχαρίστηση».
    Μετά από αυτό πήγε προς το κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη την γιαγιά με κατεβασμένο το καπέλο του ύπνου βαθιά μέσα στο πρόσωπο, ενώ το παρουσιαστικό της ξάφνιαζε την κοκκινοσκουφίτσα.
-Αμάν γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
-Για να σε ακούω καλύτερα!
-Αμάν γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια
-Για να σε βλέπω καλύτερα!
-Αμάν γιαγιά, γιατί έχει τόσο μεγάλα χέρια;
-Για να σε πιάνω καλύτερα!
-Αλλά γιαγιά, τι μεγάλο και τρομακτικό στόμα που έχεις;
-Για να σε φάω καλύτερα!
Και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε πάνω στην κοκκινοσκουφίτσα και την κατάπιε. Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας πολύ δυνατά.
Τυχαία έξω από το σπιτάκι της γιαγιάς περνούσε ο κυνηγός, που ακούγοντας το ροχαλητό ξαφνιάστηκε. «Δεν είναι φυσικό γριά γυναίκα να ροχαλίζει έτσι» σκέφτηκε και μπήκε στο σπιτάκι για να δει αν χρειάζεται κάτι η γιαγιά. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πλησίασε το κρεβάτι και το λύκο που έψαχνε εδώ και καιρό ξαπλωμένο. Αμέσως άρπαξε το όπλο του, αλλά σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να έφαγε την γιαγιά και ίσως προλάβαινε ακόμη να την σώσει. Έτσι δεν πυροβόλησε αλλά πήρε το ψαλίδι και έκοψε την κοιλιά του λύκου που κοιμόταν. Μόλις άρχισε να κόβει μερικές φορές με το ψαλίδι, είδε να λάμπει η κοκκινοσκουφίτσα και μόλις έκοψε λίγο ακόμη πετάχτηκε το κοριτσάκι μέσα από την κοιλιά του λύκου.
-Αχ πόσο φοβήθηκα, ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στην κοιλιά του λύκου.
    Αμέσως μετά βγήκε και η γιαγιά ζωντανή μέσα από την κοιλιά. Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε και έφερε πέτρες και με τις πέτρες γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Μόλις ξύπνησε ο λύκος ήθελε να το σκάσει, αλλά οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε κάτω και πέθανε.
Μετά από αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο κυνηγός πήρε το τομάρι του λύκου, η γιαγιά έφαγε το γλυκό και ήπιε το κρασί που έφερε η κοκκινοσκουφίτσα και η κοκκινοσκουφίτσα σκεφτότανε ότι όσο ζούσε δεν θα άφηνε ξανά τον δρόμο της για να μπει στο δάσος, ειδικά όταν της το έχει απαγορεύσει η μαμά της.
Επίσης λένε ότι μια άλλη φορά που η κοκκινοσκουφίτσα πήγαινε γλυκά στη γιαγιά της, ένας άλλος λύκος της μίλησε και προσπάθησε να την οδηγήσει μακριά από τον δρόμο της. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως προφυλάχθηκε και πήγε απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς. Όταν έφτασε στη γιαγιά της, της είπε ότι συνάντησε τον κακό λύκο και ότι της είπε καλημέρα, αλλά την κοίταξε με τέτοια κακία στα μάτια «που αν δεν ήταν καταμεσής στο δρόμο θα με είχε φάει».
«Έλα» είπε η γιαγιά «ας κλειδώσουμε την πόρτα για να μη μπορεί να μπει». Μετά από λίγο ήρθε ο λύκος και χτύπησε την πόρτα «έλα γιαγιά άνοιξε, είμαι η κοκκινοσκουφίτσα και σου φέρνω γλυκά».Αλλά η γιαγιά και η εγγονή δεν αποκρίθηκαν και έκαναν ησυχία σαν να μην ήταν κανείς στο σπίτι. Ο κακός λύκος γυρνούσε γύρω-γύρω από το σπίτι για να δει τι συμβαίνει. Σαν είδε και απόειδε ότι κανείς δεν αποκρινόταν, ανέβηκε στη σκεπή του σπιτιού για να περιμένει.
    Αλλά η γιαγιά κατάλαβε το σχέδιο του λύκου και είπε στην κοκκινοσκουφίτσα: «φέρε έναν κουβά, πάρε το νερό στο οποίο έβρασα εχθές τα λουκάνικα και ρίξε το στο πηγάδι». Η κοκκινοσκουφίτσα γέμισε το πηγάδι με το νερό από τα λουκάνικα. Τότε η μυρωδιά έφτασε μέχρι την σκεπή και ο λύκος άπλωνε το κεφάλι του για να δει τι μυρίζει τόσο ωραία. Κάποια στιγμή άπλωσε τόσο πολύ το κεφάλι του που έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε από την σκεπή, έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. Έτσι η κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε χαρούμενη στο σπίτι της και κανείς δεν της έκανε κακό.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΒΑΤΡΑΧΟΣ. (ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)

    Τα παλιά τα χρόνια, όταν η ευχές έπιαναν ακόμη τόπο, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε πολλές όμορφες κόρες. Η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, που ακόμη και ο ήλιος αναρωτιόταν κάθε φορά που της φώτιζε το πρόσωπο.
Κοντά στο παλάτι του βασιλιά ήταν ένα μεγάλο δάσος όπου υπήρχε ένα πηγάδι. Όποτε είχε πολύ ζέστη η μικρή βασιλοπούλα συνήθιζε να κάθεται δίπλα στο πηγάδι για να δροσιστεί. Συνήθιζε να παίζει με μία χρυσή σφαίρα την οποία πετούσε στον αέρα και την έπιανε. Από όλα της τα παιχνίδια αυτή τη σφαίρα την αγαπούσε πιο πολύ. Κάποια μέρα η σφαίρα της, της έφυγε από τα χέρια και αφού αναπήδησε στο έδαφος έπεσε μέσα στο πηγάδι. Η βασιλοπούλα έβλεπε την σφαίρα να πέφτει στο νερό, αλλά το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που δεν φαινόταν ο πάτος του. Τότε το κορίτσι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα, και όσο περνούσε η ώρα έκλαιγε ολοένα και πιο δυνατά. Καθώς έκλεγε, της φώναξε κάποιος: «Τι έχεις βασιλοπούλα, κλαις τόσο πολύ που θα σε λυπόταν ακόμη και μία πέτρα!» Η βασιλοπούλα κοίταξε γύρω της για να δει ποιος μίλησε. Τότε είδε έναν βάτραχο ο οποίος είχε βγάλει το γλοιώδη κεφάλι του από ο νερό.
«Ά, εσύ είσαι νεροανακατωσάρη;» του λέει η βασιλοπούλα «κλαίω για την χρυσή μου σφαίρα η οποία μου έπεσε στο πηγάδι.» «Ησύχασε και μη κλαις και εγώ μπορώ να σου βρω τη λύση» απάντησε ο βάτραχος «αλλά πες μου τι θα μου δώσεις αν σου φέρω το παιχνίδι σου;» «Ότι σου αρέσει και αγαπάς βατραχάκο μου» απάντησε η κοπέλα «τα ρούχα μου, τα χρυσαφικά και τα διαμαντικά μου, ακόμη και την χρυσή κορώνα που φοράω.» «Τα ρούχα σου, τα χρυσαφικά και η κορώνα σου δεν με ενδιαφέρουν, αλλά αν θέλεις να με αγαπάς και να είμαι ο φίλος στα παιχνίδια σου, να με αφήνεις να κάθομαι δίπλα σου στο τραπεζάκι σου, να τρώω από το πιατάκι σου, να πίνω από το ποτηράκι σου και να κοιμάμαι δίπλα σου στο κρεβατάκι σου: αν μου τα υποσχεθείς αυτά θα κατεβώ στο πηγάδι και θα σου ξαναφέρω την χρυσή σου σφαίρα». «Α καλά», απάντησε η κοπέλα «σου υπόσχομαι ότι θέλεις αρκεί να μου φέρεις τη χρυσή μου σφαίρα.» Ωστόσο από μέσα της σκεφτόταν ότι η θέση του βάτραχου είναι με τους όμοιούς του μέσα στο νερό και δεν θα μπορούσε να είναι φίλος κανενός ανθρώπου.
     Μόλις ο βάτραχος άκουσε ότι η βασιλοπούλα συμφωνεί βούτηξε στο νερό. Αφού εξαφανίστηκε για λίγο εμφανίστηκε πάλι στην επιφάνεια του νερού έχοντας την σφαίρα στο στόμα. Μετά πέταξε την σφαίρα στο γρασίδι. Η βασιλοπούλα χάρηκε πολύ μόλις είδε το παιχνίδι της, το πήρε στα χέρια και έφυγε τρέχοντας. «Περίμενε, περίμενε να με πάρεις μαζί σου δεν μπορώ να τρέχω τόσο γρήγορα σαν εσένα» φώναξε ο βάτραχος. Ωστόσο όσο και να φώναζε ο βάτραχος, η βασιλοπούλα δεν έδινε σημασία και επέστρεψε τρέχοντας στο παλάτι και σύντομα είχε ξεχάσει τον βάτραχο.
Την επόμενη μέρα η βασιλοπούλα καθόταν για φαγητό στο τραπέζι με τον βασιλιά και τους υπόλοιπους αυλικούς. Τότε κάτι άρχισε να ανεβαίνει την μαρμάρινη σκάλα: «πλιτς-πλατς, πλιτς-πλατς». Τελικά όταν έφτασε πάνω χτύπησε την πόρτα και φώναξε «βασιλοπούλα, από τις αδελφές η νεότερη, άνοιξε μου την πόρτα!» Η βασιλοπούλα έτρεξε στην πόρτα τρέχοντας γεμάτη περιέργεια για το ποιος την φωνάζει. Μόλις άνοιξε την πόρτα όμως είδε μπροστά της τον βάτραχο.
     Τότε έκλεισε την πόρτα με δύναμη και επέστρεψε φοβισμένη στο τραπέζι. Ο βασιλιάς που παρατήρησε ότι η κόρη του είχε ταραχτεί την ρώτησε: «τι σε φόβισε παιδί μου, μήπως είναι κανένας γίγαντας μπροστά από την πόρτα και θέλει να σε πάρει;» «Όχι, όχι» απάντησε «δεν είναι γίγαντας αλλά ένας γλοιώδεις βάτραχος.» «Τι σε θέλει ο βάτραχος;» «Τι να σου πω πατερούλη μου, χθες που ήμουν στο πηγάδι και έπαιζα, μου έπεσε η χρυσή μου σφαίρα στο νερό. Επειδή έκλαιγα πολύ, μου την έφερε ένας βάτραχος και επειδή μου το ζήτησε του υποσχέθηκα ότι θα γίνει φίλος μου. Είχα σκεφτεί ότι δεν θα μπορούσε να αποχωριστεί το νερό του, όμως να που τώρα είναι έξω από τη πόρτα και θέλει να έρθει μέσα μαζί μου.» Στο μεταξύ ο βάτραχος χτύπησε την πόρτα για δεύτερη φορά και φώναξε:
  «Αχ βασιλοπούλα μου μικρή
   άνοιξε την πόρτα στο πι και φι
   την υπόσχεση σου, σου ενθυμώ
   που μου ‘δωσες εχθές πλάι στο νερό
   Αχ βασιλοπούλα μου μικρή
   άνοιξε την πόρτα στο πι και φι».
Τότε λέει ο βασιλιάς: «ότι υποσχέθηκες πρέπει να το τηρήσεις: πήγαινε και άνοιξε του την πόρτα.» Η βασιλοπούλα πήγε, άνοιξε την πόρτα και ο βάτραχος μπήκε μέσα και την ακολούθησε μέχρι την καρέκλα της». Τότε της λέει «σήκωσε με να είμαι μαζί σου.» Η βασιλοπούλα δεν ανταποκρίθηκε μέχρι που την διέταξε ο βασιλιάς. Μόλις ο βάτραχος ανέβηκε στην καρέκλα, θέλησε να ανεβεί και στο τραπέζι και από εκεί ζήτησε να φάει από το χρυσό πιατάκι της βασιλοπούλας. Η βασιλοπούλα έκανε ότι της ζήτησε ο βάτραχος αλλά φαινόταν ότι δεν χαιρόταν με την όλη κατάσταση. Αντίθετα ο βάτραχος έτρωγε με ευχαρίστηση.
    Τελικά λέει στη βασιλοπούλα: «χόρτασα και τώρα έχω νυστάξει, πήγαινε με στην κρεβατοκάμαρα σου, φτιάξε το μεταξένιο σου κρεβάτι να πέσουμε και να κοιμηθούμε.» Η βασιλοπούλα έβαλε τα κλάματα και φοβόταν τον κρύο βάτραχο που δεν τολμούσε να τον ακουμπήσει. Τρόμαζε όταν σκεφτόταν ότι αυτόν τον βάτραχο έπρεπε να τον βάλει να κοιμηθεί στο όμορφο και καθαρό κρεβατάκι της. Ο βασιλιάς όμως θύμωσε και της είπε: «σε όποιον σε βοήθησε στην ανάγκη στην συνέχεια δεν πρέπει να του φέρεσαι υποτιμητικά!»
Τότε η βασιλοπούλα έπιασε τον βάτραχο με τα δύο της δάχτυλα και τον ανέβασε στο δωμάτιο της, όπου τον άφησε σε μια γωνίτσα. Μόλις ξάπλωσε όμως στο κρεβάτι της, ο βάτραχος της είπε: «θέλω και εγώ να κοιμηθώ αναπαυτικά όσο και εσύ, σήκωσε με γιατί αλλιώς θα το πω στον πατέρα σου.» Τότε η βασιλοπούλα θύμωσε πάρα πολύ, σήκωσε τον βάτραχο κα τον πέταξε με όλη της την δύναμη στον τοίχο. «Τώρα θα ησυχάσεις σιχαμένε βάτραχε!»
Όταν όμως έπεσε κάτω δεν ήταν πια βάτραχος αλλά ένα βασιλόπουλο με όμορφα και καλοσυνάτα μάτια.
Αυτός έγινε σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της ο σύντροφος και σύζυγός της. Τότε εξιστόρησε στην βασιλοπούλα πως του είχε κάνει μάγια μια κακιά μάγισσα και ότι θα έπρεπε να μείνει για πάντα στο πηγάδι, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να τα λύσει. Η μόνη που μπόρεσε να σπάσει την κατάρα της μάγισσας ήταν η βασιλοπούλα. Μετά κοιμήθηκαν και το άλλο πρωί όταν βγήκε ο ήλιος, ήρθε μια άμαξα που την έσερναν οχτώ άσπρα άλογα για να τους οδηγήσει στο βασίλειο του. Τα άλογα είχαν άσπρα φτερά στρουθοκαμήλου στο κεφάλι τους και έσερναν την άμαξα τραβώντας χρυσές αλυσίδες. Στο πίσω μέρος της άμαξας ήταν ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά ο πιστός Ερρίκος, ο οποίος είχε βάλει να του δέσουν την καρδιά με τρεις σιδερένιες ταινίες ώστε να μη σπάσει από τον πόνο και την θλίψη, όταν η μάγισσα είχε μεταμορφώσει τον κύριο του σε βάτραχο.
Η άμαξα θα πήγαινε τον νεαρό βασιλιά στο βασίλειο του και ο πιστός Ερρίκος τους έβαλε και τους δύο μέσα. Μετά ξανακάθισε στο πίσω μέρος της γεμάτος χαρά για την λύτρωση του κυρίου του. Καθώς διέσχισαν αρκετή απόσταση άκουσε ο νεαρός βασιλιάς έναν φοβερό θόρυβο σαν να έσπασε κάτι. Τότε γύρισε πίσω του και φώναξε:
    «Ερρίκο σπάει το αμάξι»
    «Το αμάξι θα αντέξει
      μια ταινία απ’ τη καρδία μου
      έχει σπάσει άρχοντά μου
      που την έβαλα από πόνο,
      όταν ήσουν στο νερό
      και έκανες το βάτραχο!»
Ακόμη μία φορά και ακόμη μια φορά ακούστηκε το σπάσιμο και ο νεαρός βασιλιάς νόμιζε ότι σπάει η άμαξα. Ωστόσο η άμαξα δεν είχε πάθει τίποτε. Μόνο οι σιδερένιες ταινίες από την καρδιά του Ερρίκου έσπαγαν η μία μετά την άλλη από ανακούφιση αφού ο κύριος του είχε γίνει και πάλι άνθρωπος και ευτυχισμένος.

Η ΧΡΥΣΗ ΧΗΝΑ.(ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)

   Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν. Κάποια μέρα ο μεγαλύτερος γιος ήθελε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα. Πριν ξεκινήσει η μητέρα του, του έδωσε μια ωραία αυγόπιτα και ένα μπουκάλι με κρασί για να μην πεινάσει και να μην διψάσει. Όταν έφτασε στο δάσος, συνάντησε ένα γέρικο γκρίζο ανθρωπάκι. Το ανθρωπάκι αφού του ευχήθηκε καλημέρα του είπε: «δώσε μου ένα κομμάτι από την αυγόπιτα σου και άσε με να πιω μία γουλιά από το κρασί σου καθώς είμαι πολύ πεινασμένος και διψασμένος!»
Ο έξυπνος γιος όμως απάντησε: «Αν σου δώσω την πίτα μου και το κρασί μου, τότε δεν θα μείνει τίποτα για μένα. Πάρε λοιπόν τον δρόμο σου και μη με καθυστερείς» έτσι άφησε το ανθρωπάκι και προχώρησε. Όταν βρήκε ένα δέντρο κατάλληλο και άρχισε να το κόβει δεν πρόλαβε να συνεχίσει για πολύ. Μετά από λίγα μόνο χτυπήματα στο δέντρο, το τσεκούρι του ξέφυγε και χτύπησε το ίδιο του το χέρι. Έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι για να του δέσουν την πληγή. Στην πραγματικότητα όμως τον τραυματισμό του τον προκάλεσε το γκρίζο ανθρωπάκι.
Αφού ο πρώτος γιος επέστρεψε χωρίς ξύλα και τραυματισμένος στο σπίτι, ξεκίνησε ο δεύτερος γιος για το δάσος. Η μητέρα έδωσε και σε αυτόν μία αυγόπιτα και ένα μπουκάλι κρασί. Όταν έφτασε στο δάσος συνάντησε το ίδιο γκρι ανθρωπάκι που του ζήτησε ένα κομμάτι από την πίτα και μια γουλιά κρασί. Αλλά και ο δεύτερος γιος αρνήθηκε λέγοντας: «Ότι θα δώσω σε σένα, αυτό θα λείψει από μένα, για αυτό πάρε το δρόμο σου και μη σπαταλάς τον χρόνο μου!» Έτσι άφησε το ανθρωπάκι να στέκεται και συνέχισε προς το δάσος. Η τιμωρία δεν άργησε και για αυτόν, μετά από μερικές τσεκουριές το τσεκούρι του ξέφυγε με αποτέλεσμα να του χτυπήσει το πόδι και έτσι τον πήγαν στο σπίτι του σηκωτό.
    Τότε ο Χαζούλης λέει: «Πατέρα, άσε εμένα να πάω να κόψω ξύλα.» «Τα αδέρφια σου έπαθαν ζημιά όταν πήγαν» αποκρίθηκε ο πατέρας «παράτα τα, δεν ξέρεις από αυτά τα πράγματα.» Ο Χαζούλης όμως επέμενε και παρακαλούσε τον πατέρα του μέχρι που αυτός του απάντησε: «πήγαινε, από την ζημιά που θα πάθεις το πολύ πολύ να γίνεις εξυπνότερος.» Η μητέρα του έδωσε μία πίτα που είχε φτιάξει με στάχτη και νερό και ένα μπουκάλι μπίρα η οποία είχε ήδη ξινίσει. Όταν έφτασε στο δάσος συνάντησε και αυτός το μικρό γκρίζο ανθρωπάκι που τον χαιρέτησε και του είπε: «δώσε μου ένα κομμάτι από την πίτα σου και μία γουλιά από το μπουκάλι σου, είμαι πολύ πεινασμένος και διψασμένος!» Ο Χαζούλης τότε απάντησε: «το μόνο που έχω είναι σταχτόπιτα και ξινή μπίρα, αν ικανοποιείσαι με αυτό τότε να καθίσουμε και να φάμε.» Το ανθρωπάκι δέχτηκε, αλλά όταν κάθισαν και ο Χαζούλης έβγαλε την σταχτόπιτα αυτή είχε γίνει μια θεσπέσια αυγόπιτα και η ξινή μπίρα είχε γίνει καλό κρασί.
Έτσι καθίσανε και αφού έφαγαν και ήπιαν το ανθρωπάκι είπε: «επειδή έχεις καλή καρδιά και μοιράζεσαι αυτά που σου ανήκουν θα σου χαρίσω τύχη. Απέναντι μας είναι ένα γέρικο δέντρο, κόψε το και στις ρίζες του θα βρεις κάτι.» Με αυτά τα λόγια το ανθρωπάκι αποχαιρέτησε και έφυγε.
Όταν ο Χαζούλης πήγε και έκοψε το δέντρο βρήκε στις ρίζες του μία χήνα που είχε φτερά από καθαρό χρυσάφι.
    Έβγαλε την χήνα, την πήρε μαζί του και πήγε σε ένα πανδοχείο για να περάσει την νύχτα. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου είχε τρεις κόρες στις οποίες προκάλεσε μεγάλη περιέργεια αυτό το περίεργο πουλί. Εκτός από περιέργεια τους θέλησαν να κλέψουν ένα από τα χρυσά φτερά της χήνας.Η μεγαλύτερη σκέφτηκε: «θα βρεθεί κάποια ευκαιρία να της βγάλω ένα φτερό!» και όταν ο Χαζούλης βγήκε έξω άρπαξε την φτερούγα της χήνας, αλλά τα δάχτυλα της έμειναν κολλημένα πάνω της. Μετά από λίγο ήρθε και η δεύτερη η οποία ήθελε και αυτή να πάρει κάτι από τη χήνα. Μόλις όμως ακούμπησε την αδερφή της κόλλησε πάνω της. Όταν ήρθε και η τρίτη αδερφή, οι άλλες δύο άρχισαν να της φωνάζουν: «φύγε από εδώ, για το Θεό, φύγε!» Ωστόσο η τρίτη δεν κατάλαβε γιατί θα έπρεπε να φύγει και έτρεξε προς τη χήνα. Μόλις όμως ακούμπησε την μεσαία της αδερφή κόλλησε και αυτή. Έτσι ξενύχτησαν και οι τρεις μαζί με την χήνα.
Το επόμενο πρωί ο Χαζούλης πήρε αγκαλιά τη χήνα του και ξεκίνησε τον δρόμο του χωρίς να δώσει σημασία για τα κορίτσια που ήταν κολλημένα πάνω της. Τα κορίτσια έτρεχαν ξοπίσω του, μια αριστερά και μια δεξιά όπως μπορούσαν να βρουν βηματισμό χωρίς να πέσουν.
Στο δρόμο συνάντησαν έναν παπά ο οποίος μόλις είδε την πορεία τους εξοργίστηκε: «Δεν ντρέπεστε παλιοκόριτσα να τρέχετε πίσω από τον νεαρό, αυτό δεν είναι καθόλου σωστό!» Τελειώνοντας την φράση άρπαξε την μικρότερη από το χέρι για να την τραβήξει, αλλά μόλις την ακούμπησε κόλλησε και αναγκάστηκε να τρέχει και αυτός ξοπίσω τους. Μετά από λίγο διασταυρώθηκαν με τον επίτροπο της εκκλησίας που είδε τον παπά να τρέχει πίσω από τα τρία κορίτσια. Παραξενεύτηκε με το θέαμα και φώναξε: «Που το έβαλες παπά μου τόσο γρήγορα; Μη ξεχνάς ότι έχουμε μία βάπτιση σήμερα!» έτρεξε προς τα πάνω του και τον τράβηξε από το μανίκι αλλά κόλλησε και αυτός. Έτσι καθώς οι πέντε ακολουθούσαν την χρυσή χήνα συναντήθηκαν με δύο αγρότες οι οποίοι ερχόταν από το χωράφι τους με τις αξίνες στον ώμο. Ο παπάς τους φώναξε να απελευθερώσουν αυτόν και τον επίτροπο. Μόλις όμως ακούμπησαν τον επίτροπο κόλλησαν και αυτή και τώρα ήταν επτά που έτρεχαν πίσω από τον Χαζούλη και την χήνα.
    Τελικά έφτασαν όλοι μαζί σε μια πόλη. Στη πόλη αυτή υπήρχε ένας βασιλιάς, κόρη του οποίου ήταν τόσο σοβαρή που κανείς δεν μπορούσε να την κάνει να γελάσει. Έτσι ο βασιλιάς είχε φτιάξει νόμο, πως όποιος μπορέσει να την κάνει να γελάσει θα την παντρευόταν. Όταν το άκουσε αυτό ο Χαζούλης πήγε με την ακολουθία του στην βασιλοπούλα, και όταν αυτή είδε τους επτά ανθρώπους να τρέχουν ο ένας πίσω από τον άλλον, άρχισε να γελάει φωναχτά και δεν μπορούσε να σταματήσει.
Τότε ο Χαζούλης ζήτησε την βασιλοπούλα για γυναίκα του, αλλά στο βασιλιά δεν άρεσε καθόλου ο γαμπρός και σκαρφίστηκε ένα σωρό προφάσεις. Τελικά του ζήτησε να του φέρει έναν άνδρα ο οποίος θα μπορούσε να πιει ένα κελάρι κρασί μόνος του.
Ο Χαζούλης σκέφτηκε το μικρό γκρίζο ανθρωπάκι και πήγε στο δάσος για να του ζητήσει βοήθεια. Στο σημείο που είχε κόψει το δέντρο είδε να κάθετε ένας άνδρας ο οποίος φαινόταν θλιμμένος. Ο Χαζούλης τον ρώτησε τι τον απασχολούσε και ήταν έτσι λυπημένος. «Έχω μεγάλη δίψα και δεν μπορώ να τη σβήσω, το κρύο νερό δεν το αντέχω. Ήπια βέβαια ένα βαρέλι κρασί αλλά τι να κάνει μια σταγόνα πάνω στη καυτή πέτρα;» απάντησε ο ξένος. «Μπορώ να σε βοηθήσω» του είπε ο Χαζούλης «έλα μαζί μου και θα χορτάσεις κρασί!» Τον πήγε στο κελάρι του βασιλιά και ο ξένος όρμηξε πάνω στα μεγάλα βαρέλια. Έπινε, έπινε, έπινε και μέχρι να περάσει μία μέρα είχε πιει όλο το κελάρι.
    Ο Χαζούλης ξαναζήτησε την νύφη αλλά ο βασιλιάς ήταν πολύ δυσαρεστημένος που ένας κακομοίρης, που ο καθένας τον έλεγε Χαζούλη, θα έπαιρνε την κόρη του.
Έτσι έθεσε νέους όρους, θα έπρεπε να φέρει έναν άνδρα ο οποίος θα μπορούσε να φάει ένα βουνό από ψωμί. Ο χαζούλης δεν το πολυσκέφτηκε και πήγε αμέσως στο δάσος. Εκεί βρήκε στην ίδια θέση βρήκε να κάθετε ένας ανδρας ο οποιος έδενε με μια ζώνη την κοιλιά του και το προσωπό του ήταν θλιμένο. Ο άνδρας έλεγε: «Έχω φάει έναν ολόκληρο φούρνο τραγανιστό ψωμί, αλλά που να φτάσει όταν κανείς πεινάει τόσο πολύ όσο εγώ. Το στομάχι μου παραμένει άδειο και εγώ πρέπει να δένω την κοιλιά μου για να μη πεθάνω της πείνας.» Ο Χαζούλης χάρηκε και είπε: «Έλα μαζί μου και θα χορτάσεις την πείνα σου.» Τον πήγε στην αυλή του βασιλιά ο οποίος είχε μαζέψει όλο το αλεύρι του βασίλειου του και έβαλε να ψήσουν ένα τεράστιο βουνό από ψωμί. Ο άνδρας από το δάσος στάθηκε μπροστά από το βουνό και άρχησε να τρώει, έτσι σε μία μέρα το βουνό είχε εξαφανιστεί.
Ο Χαζούλης ζήτησε για τρίτη φορά τη νύφη αλλά ο βασιλιάς έψαξε και πάλι τρόπο για να αποφύγει τον γαμπρό. Αυτή τη φορά ζήτησε ένα καράβι το οποίο μπορούσε να ταξιδεύει σε στεριά και θάλασσα: «Όπως θα καταπλεύσεις με αυτό θα πάρεις αμέσως και την κόρη μου για γυναίκα!» του είπε.
Ο χαζούλης πήγε απευθείας στο δάσος και εκεί στεκόταν το γκρίζο ανθρωπάκι. «Ήπια και έφαγα για σένα» του λέει τότε το ανθρωπάκι «τώρα θα σου δώσω και το πλοίο. Όλα αυτά τα κάνω επειδή ήσουν καλοσυνάτος μαζί μου!» Τότε του έδωσε το πλοίο το οποίο μπορούσε να ταξιδέψει σε στεριά και θάλασσα. Όταν ο βασιλιάς είδε και αυτόν τον όρο του να εκπληρώνεται δεν μπορούσε να αρνηθεί άλλο να δώσει την κόρη του.
Έτσι γιορτάστηκε ο γάμος και μετά τον θάνατο του Βασιλιά ο Χαζούλης κληρονόμησε το βασίλειο και έζησε για πολλά χρόνια ευτυχισμένος με την γυναίκα του.

Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ. (ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)

    Τα παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη. Ενώ καθόταν πλάι στο νερό, βγήκε ένας βάτραχος, την πλησίασε και της λέει: «Η επιθυμία σας θα γίνει πραγματικότητα, πριν περάσει ένας χρόνος θα αποκτήσετε μία κόρη.» Πράγματι πριν περάσει ένας χρόνος η βασίλισσα γέννησε ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο βασιλιάς για να γιορτάσει την γέννηση της κόρης του αποφάσισε να διοργανώσει μια μεγάλη γιορτή. Κάλεσε τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς, αλλά και κάποιες γυναίκες, που τις ονόμαζαν σοφές, οι οποίες θα προίκιζαν το παιδί με όλες τις χάρες και τις αρετές του κόσμου. Στο βασίλειο υπήρχαν δεκατρείς σοφές γυναίκες, αλλά στο παλάτι υπήρχαν μόνο δώδεκα χρυσά σερβίτσια και έτσι αποφασίστηκε να μη καλέσουν την μία.
    Η γιορτή τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο τέλος οι σοφές γυναίκες σηκωνόταν η μία μετά την άλλη και δώριζαν στο παιδί τις θαυματουργές τους χάρες: η μία την εργατικότητα, η άλλη την ομορφιά, η τρίτη τον πλούτο, και αφού ολοκληρώθηκαν οι ευχές το παιδί είχε ότι μπορούσε να ευχηθεί κανείς σε αυτό τον κόσμο. Όταν είχε εκφράσει την χάρη της η ενδέκατη σοφή, μπήκε ξαφνικά στον χώρο της γιορτής η δεκατη-τρίτη. Ήρθε για να εκδικηθεί που δεν την κάλεσαν και χωρίς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε: «όταν η κόρη του βασιλιά γίνει δεκαπέντε χρονών, θα τρυπηθεί με μία άτρακτο και θα πέσει νεκρή!» Χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε και έφυγε την αίθουσα.
Όλοι τρόμαξαν και έμειναν άφωνοι όταν ξεπρόβαλε η δωδέκατη σοφή, η οποία ακόμη δεν είχε δώσει το δώρο της. Καθώς δεν μπορούσε να ακυρώσει την κακιά ευχή, παρά μόνο να την ελαφρύνει, είπε «δεν θα είναι όμως θάνατος, αλλά η βασιλοπούλα θα κοιμηθεί βαθιά για εκατό χρόνια.»
    Ο βασιλιάς ο οποίος ήθελε να προστατέψει το παιδί του από το κακό που το περίμενε, έδωσε εντολή να κάψουν όλες τις ατράκτους στο βασίλειο του. Το κορίτσι μεγάλωνε και είχε πάρει όλες τις χάρες που του χάρισαν οι σοφές γυναίκες. Ήταν τόσο όμορφο, υπάκουο, ευγενικό και έδειχνε σε όλους κατανόηση που δεν υπήρχε άνθρωπος να μην το αγαπάει. Την ημέρα που το κορίτσι έγινε δεκαπέντε χρονών ήταν μόνο του στο παλάτι καθώς ο βασιλιάς και η βασίλισσα έλειπαν. Τότε το κορίτσι πήγε σε όλα τα μέρη του παλατιού, στα δωμάτια και στις αποθήκες που δεν είχε ξαναδεί, για να φτάσει τελικά σε έναν παλιό πύργο. Ανέβηκε την παλιά κυκλική σκάλα και έφτασε σε μία μικρή πόρτα. Στην κλειδαριά της πόρτας ήταν τοποθετημένο ένα παλιό σκουριασμένο κλειδί. Όταν το γύρισε, άνοιξε η πόρτα και φανερώθηκε ένα δωμάτιο όπου καθόταν μία γριούλα και έγνεθε μαλλί με μια άτρακτο. «Καλημέρα γιαγιούλα» είπε η βασιλοπούλα «τι κάνεις εκεί πέρα;» «Γνέθω» είπε η γριά και κούνησε ελαφρά το κεφάλι για να χαιρετίσει. «Τι πράγμα είναι αυτό το οποίο χοροπηδάει τόσο περίεργα;» ρώτησε το κοριτσάκι, πήρε την άτρακτο και ήθελε να μάθει να γνέθει.
     Μόλις όμως την έπιασε, ενεργοποιήθηκε η μαγική ευχή και τρύπησε το δάχτυλο της.
Με το που αισθάνθηκε το τρύπημα έπεσε στο κρεβάτι το οποίο βρισκόταν στο δωμάτιο και αμέσως κοιμήθηκε βαθιά. Ο ύπνος αυτός εξαπλώθηκε σε όλο το παλάτι: ο βασιλιάς και η βασίλισσα, οι οποίοι μόλις είχαν γυρίσει στο παλάτι και μπαίνανε στην μεγάλη σάλα, άρχισαν να κοιμούνται και μαζί τους και όλοι οι αυλικοί. Ακόμη και τα άλογα στους στάβλους κοιμήθηκαν και μαζί τους τα σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη σκεπή και οι μύγες στους τοίχους. Η φωτιά που άναβε στη σόμπα έσβησε και αποκοιμήθηκε, το ψητό σταμάτησε να ψήνετε, ο μάγειρας που είχε πιάσει τον βοηθό του από τα μαλλιά επειδή είχε κάνει κάποιο λάθος, τον άφησε και αποκοιμήθηκε. Ο αέρας ησύχασε και στα δέντρα μπροστά από το παλάτι δεν κουνιόταν πια ούτε φύλλο. Γύρω από το παλάτι όμως άρχισαν να μεγαλώνουν οι αγκαθωτοί θάμνοι χρόνο με τον χρόνο ώσπου τελικά κάλυψαν όλο το παλάτι. Τόσο πολύ μεγάλωσαν που τελικά δεν φαινόταν ούτε καν η σημαία που βρισκόταν πάνω στη σκεπή.
    Στη χώρα είχε εξαπλωθεί ο μύθος της ωραίας κοιμωμένης και έτσι συχνά ερχόταν βασιλόπουλα που προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσα στους θάμνους.
Ωστόσο δεν κατόρθωναν να τους διαπεράσουν καθώς τα αγκάθια κρατιόταν μεταξύ τους σα να είχαν χέρια. Έτσι οι νέοι παγιδευόταν και δεν μπορούσαν πια να απομακρυνθούν με αποτέλεσμα να πεθαίνουν άδοξα. Μετά από πολλά χρόνια ξαναήρθε ένα βασιλόπουλο στη χώρα και άκουσε από έναν γέρο να λέει για τους θάμνους με τα αγκάθια που έκρυβαν το παλάτι της ωραίας κοιμωμένης.
Ήξερε από τον παππού του ότι ήδη πολλά βασιλόπουλα πήγαν να διαπεράσουν τους θάμνους αλλά παγιδεύτηκαν από αυτούς και πέθαναν. Τότε ο νεαρός είπε: «δεν φοβάμαι, θέλω να δω την ωραία κοιμωμένη.» Ο γέρος που του έλεγε για το παλάτι, προσπάθησε μάταια να μεταπείσει τον νεαρό αλλά αυτός δεν άκουγε τα λόγια του.
Ωστόσο είχαν ήδη περάσει τα εκατό χρόνια, και είχε έρθει η μέρα που θα έπρεπε να ξυπνήσει η βασιλοπούλα. Όταν το βασιλόπουλο πλησίασε τους θάμνους, υπήρχαν μόνο μεγάλα όμορφα λουλούδια. Τα λουλούδια παραμέρισαν από μόνα τους μόλις τα πλησίασε και τον άφησαν να περάσει χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μόλις πέρασε ξαναενώθηκαν πίσω του σε θάμνο. Στην αυλή είδε τα άλογα και τα κυνηγόσκυλα να είναι ξαπλωμένα και να κοιμούνται. Στη σκεπή είδε τα περιστέρια να έχουν βάλει το κεφαλάκι τους κάτω από τα φτερά τους. Όταν μπήκε στο παλάτι οι μύγες κοιμόταν στους τοίχους, ο μάγειρας είχε ακόμη το χέρι σε θέση σαν να ήθελε να αρπάξει τον νεαρό βοηθό του, και η υπηρέτρια καθόταν στο τραπέζι έχοντας μπροστά της μία μαύρη κότα που ήθελε να ξεπουπουλίσει.
    Τότε συνέχισε να περπατάει και μπήκε στη μεγάλη σάλα, όπου κοιμόταν όλοι οι αυλικοί και πάνω στον θρόνο κοιμόταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Συνέχισε να περπατάει, τίποτε δεν ακουγόταν και ήταν τόση η ησυχία που άκουγε την αναπνοή του. Τελικά έφτασε στον πύργο και άνοιξε την πόρτα για την μικρή κάμαρα στην οποία βρισκόταν η ωραία κοιμωμένη. Εκεί λοιπόν ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν. Η βασιλοπούλα ήταν τόσο όμορφη που ο νεαρός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της και τελικά έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί. Μόλις την φίλησε η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της, ξύπνησε και κοίταξε γλυκά τον νέο.
    Μετά κατέβηκαν μαζί τις σκάλες και ο ένας μετά τον άλλον ξυπνούσαν και οι υπόλοιποι, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, όλοι οι αυλικοί και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον απορημένοι. Τα άλογα στην αυλή ανασηκώθηκαν και κουνιότανε να ξεμουδιάσουν, τα κυνηγόσκυλα πηδούσαν και γάβγιζαν, τα περιστέρια στη σκεπή έβγαλαν τα κεφαλάκι τους από τις φτερούγες, κοίταξαν τριγύρω και άρχισαν να πετάνε, οι μύγες στους τοίχους άρχισαν να περπατάνε, η φωτιά στην κουζίνα ξαναζωντάνεψε, το φαγητό συνέχισε να ψήνεται, ο μάγειρας έδωσε μία σφαλιάρα στον βοηθό και αυτός άρχισε να φωνάζει και η υπηρέτρια συνέχισε να ξεπουπουλιάζει το κοτόπουλο.
Σύντομα ορίστηκαν οι γάμοι του βασιλόπουλου με την βασιλοπούλα και οι δυο τους έζησαν μαζί ευτυχισμένοι.

Ο ΤΟΣΟΔΟΥΛΗΣ.(ΓΙΑΓΚΟΜΠ & ΒΙΛΧΕΛΜ ΓΚΡΙΜ)

    Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός χωρικός. Τα βράδια φρόντιζε την φωτιά στο σπίτι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε. Μια μέρα λέει στη σύντροφό του «Πόσο μονότονα που είναι αφού δεν έχουμε παιδιά! Έχουμε τόση ησυχία στο σπίτι μας ενώ τα άλλα σπίτια έχουν φασαρία και χαρά!» «Ναι»απάντησε αναστενάζοντας η γυναίκα «ας είχαμε ένα μόνο παιδάκι και ας ήταν τόσο δα μικρό» είπε δείχνοντας τον αντίχειρά της, «εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και θα το αγαπούσαμε με όλη μας την καρδιά!»
Τότε η γυναίκα αρρώστησε και μετά από επτά μήνες γέννησε ένα παιδάκι το οποίο ήταν μεν αρτιμελής αλλά δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος έναν αντίχειρα. Το ζευγάρι είπε τότε πως εκπληρώθηκε η ευχή του, και φρόντιζε με αγάπη το μικρό αγοράκι και το ονόμασαν Τοσοδούλη. Οι γονείς δεν του στέρησαν ποτέ φαγητό αλλά το παιδί δεν μεγάλωσε και έμεινε μικρό όπως ήταν την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Ωστόσο αντιλαμβανόταν τα πάντα και ήταν πολύ έξυπνο και εργατικό.
    Μια μέρα ο αγρότης ετοιμάστηκε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα και μονολογούσε
«Τι καλά που θα ήτανε αν είχα κάποιον μου φέρει την άμαξα όταν τελειώσω με το κόψιμο των ξύλων!» «Μα πατέρα εγώ είμαι εδώ,» φώναξε ο Τοσοδούλης «μείνε ήσυχος ότι θα σου φέρω την άμαξα ότι ώρα την χρειαστείς.» Ο πατέρας γέλασε και είπε: «Πως θέλεις να το κάνεις αυτό αφού είσαι πολύ μικρός για μια τόσο δύσκολη δουλειά;» «Δεν πειράζει πατέρα μόνο θα βάλω την μητέρα να ετοιμάσει την άμαξα και εγώ θα μπω στο αυτί του αλόγου και θα του δίνω διαταγές προς τα που θα πρέπει να πηγαίνει!» «Λοιπόν» απάντησε ο αγρότης «για μία φορά μπορούμε να το δοκιμάσουμε!»
Όταν ήρθε η ώρα η μητέρα έζεψε την άμαξα και έβαλε τον Τοσοδούλη στο αυτί του αλόγου. Ο μικρός άρχισε τότε να δίνει εντολές, «χιου
και χο! Χοτ και χαρ
!» Το άλογο υπάκουε και ακολουθούσε τις εντολές σαν να το οδηγούσε ο αφέντης του και πήγαινε στο σωστό δρόμο για το δάσος.
    Την ώρα όμως που έστριβε σε ένα δρόμο και φώναζε «χαρ
, χαρ!» περνούσαν δύο ξένοι και απόρησαν με το θέαμα. «Αμάν τι γίνεται» αναρωτήθηκε ο ένας «μία άμαξα προχωράει στο δρόμο, με έναν αμαξά ο οποίος δίνει εντολές στα άλογα αλλά παρόλα αυτά δεν φαίνεται πουθενά.» «Κάτι δεν πάει καλά εδώ» απάντησε ο άλλος «ας ακολουθήσουμε την άμαξα για να δούμε που θα σταματήσει!» Η άμαξα όμως μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και έφτασε σωστά στο μέρος στο οποίο είχαν κοπεί τα ξύλα. Όταν ο Τοσοδούλης είδε τον πατέρα του φώναξε: «είδες πατέρα έφτασα με την άμαξα, τώρα κατέβασε με.» Ο πατέρας έπιασε το άλογο με το αριστερό χέρι και έβγαλε τον Τοσοδούλη με το δεξί χέρι από το αυτί του αλόγου. Όταν οι δύο ξένοι είδαν τον μικρούλη τα έχασαν και δεν ήξεραν τι να πουν. Τότε πιάνει ο ένας το χέρι του άλλου και του λέει συνωμοτικά: «Άκου, ο μικρούλης μπορεί να είναι η τύχη μας, θα τον πάρουμε μαζί μας στη μεγάλη πόλη και θα τον δείχνουμε στα πανηγύρια. Πάμε να τον αγοράσουμε!» Πήγαν και είπαν στον αγρότη: «Πούλησε μας τον μικρό άνθρωπο και θα τα περάσει καλά μαζί μας.» «Όχι» απάντησε ο πατέρας «είναι η η ίδια μου η ψυχή και δεν το δίνω για όλο το χρυσάφι του κόσμου.» Ο Τοσοδούλης όμως ο οποίος άκουσε το παζάρι πιάστηκε από την πιέτα του παντελονιού του πατέρα και σκαρφάλωσε στον ώμο του. Τότε του ψιθύρισε στο αυτί: «Πατέρα δώσε με και εγώ θα επιστρέψω πάλι!» Τότε ο πατέρας τον έδωσε στους άνδρες παίρνοντας μια καλή ανταμοιβή. «Που θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησαν οι ξένοι. «Βάλτε με στην άκρη του καπέλου σας τότε θα μπορέσω να ανεβοκατεβαίνω και να παρατηρώ το τοπίο χωρίς να πέσω κάτω.» Οι ξένοι του έκαναν το χατίρι και αφού ο Τοσοδούλης αποχαιρέτησε τον πατέρα του ξεκινήσανε.
    Έτσι περπάτησαν μέχρι το σούρουπο οπότε ο μικρός τους είπε « κατεβάστε με κάτω είναι ανάγκη.» «Μείνε επάνω» του είπε ο άνδρας στο κεφάλι του οποίου καθόταν»δεν με ενοχλεί άλλωστε συμβαίνει συχνά τα πουλιά να αφήνουν να πέσει κάτι στο κεφάλι μου.» «Όχι» απάντησε ο Τοσοδούλης «δεν είναι σωστό: κατεβάστε με κάτω γρήγορα.» Ο άνδρας πήρε το καπέλο του και το κατέβασε σε ένα χωράφι που βρισκόταν παραδίπλα στο δρόμο. Στην αρχή ο Τοσοδούλης έτρεξε ανάμεσα σε κάποιες φλούδες πέρα δώθε, μετά πετάχτηκε και μπήκε μέσα σε μία ποντικότρυπα που είχε προηγουμένως εντοπίσει. «Καλό σας βράδυ κύριοι, επιστρέψτε σπίτι σας χωρίς εμένα» είπε τότε ο μικρός και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά. Οι άνδρες ήρθαν και έβαζαν μακριά ξύλα μέσα στην ποντικότρυπα, αλλά ήταν μάταιος κόπος: ο Τοσοδούλης τρύπωνε ολοένα και βαθύτερα μέσα στην τρύπα και καθώς μετά από λίγο νύχτωσε εντελώς οι δύο ξεκίνησαν τσαντισμένοι και απογοητευμένοι για το σπίτι τους.
Όταν ο Τοσοδούλης κατάλαβε ότι είχαν φύγει, βγήκε πάλι από την υπόγεια κρυψώνα του. «Τα πράγματα στο χωράφι μπορούν γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα το βράδυ» είπε «πόσο εύκολα μπορεί κανείς σπάσει τον λαιμό του ή το πόδι του». Ευτυχώς έπεσε πάνω σε ένα άδειο καβούκι σαλιγκαριού. «Δόξα τον Θεό εδώ θα μπορέσω να περάσω την νύχτα με ασφάλεια» είπε και μπήκε μέσα.
     Δεν πέρασε πολύ ώρα, ίσα ίσα που είχε αποκοιμηθεί όταν άκουσε δύο άνδρες να περνάνε από πλάι του. Ο ένας έλεγε στο άλλο: «Πρέπει να σκεφτούμε κάτι για να πάρουμε τα λεφτά και το ασήμι από τον πλούσιο παπά!»
«Θα σου πω εγώ τι να κάνεις!» φώναξε απρόσκλητα ο Τοσοδούλης.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τρομαγμένος ο ένας ληστής «ακούω κάποιον να μιλάει!» Στάθηκαν και οι δύο για να ακούσουν και ο Τοσοδούλης τους φώναξε πάλι: «πάρτε με μαζί σας και θα σας βοηθήσω.Δείτε προς τη γη και ψάξτε από κει που ακούγεται η φωνή μου». Τελικά οι ληστές βρήκαν τον μικρό και τον σήκωσαν ψηλά. «Πως θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις αλητάκο;» τον ρώτησαν. «Είναι πανεύκολο, θα περάσω μέσα από τα κάγκελα στο δωμάτιο του παπά και θα σας δώσω ότι θέλετε.»
«Προχώρα να σε δούμε» του απάντησαν. Όταν έφτασαν στο σπίτι του παπά, ο Τοσοδούλης τρύπωσε στην κάμαρα και άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;» Οι ληστές τρόμαξαν και του λένε «Πιο σιγά, μίλα πιο σιγά θα ξυπνήσουμε τον παπά.» Αλλά ο Τοσοδούλης έκανε ότι δεν κατάλαβε και φώναζε «Τι θέλετε να σας φέρω; Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»
    Έτσι η μαγείρισσα που κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει. Οι ληστές φοβήθηκαν και έτσι απομακρύνθηκαν λίγο. Τελικά ξαναβρήκαν το θάρρος τους και σκέφτηκαν ότι ο μικρός θέλει να τους ξεγελάσει. Επέστρεψαν και του είπαν ψιθυριστά: «Σοβαρέψου επιτέλους και άρχισε να μας φέρνεις πράγματα» Τότε ο Τοσοδούλης φώναξε για ακόμη μία φορά με όλη του τη δύναμη: «θέλω να σας δώσω τα πάντα, για περάστε τα χέρια σας μέσα.» Η μαγείρισσα η οποία είχε στήσει αυτί τον άκουσε, πετάχτηκε από το κρεβάτι και μπήκε παραπατώντας στη κάμαρα. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια και έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε κάποιο άγριο τέρας. Η μαγείρισσα όμως δεν μπόρεσε να δει τίποτε το ασυνήθιστο και πήγε να ανάψει ένα κερί για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς.
Μόλις επέστρεψε έφυγε και ο Τοσοδούλης χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Η κοπέλα αφού έψαξε σε κάθε γωνία της κάμαρης αποφάσισε να ξανα-ξαπλώσει και σκέφτηκε ότι απλώς θα είχε ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια.
    Ο Τοσοδούλης κατέβηκε σκαρφαλώνοντας μέχρι τα χόρτα και αφού βρήκε ένα αναπαυτικό μέρος σε ένα δεμάτι σανό ετοιμάστηκε να κοιμηθεί. Σκόπευε να περάσει την νύχτα του εκεί και όταν θα ξημέρωνε θα επέστρεφε στο σπίτι του και στους γονείς του. Αλλιώς όμως τα σχεδίαζε και αλλιώς ήρθαν τα πράγματα. Μόλις άρχισε να ξημερώνει η παραδουλεύτρα σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ταΐσει τα ζώα. Πήγε αμέσως στον στάβλο και άρπαξε ένα δεμάτι σανό και ήταν ακριβώς το δεμάτι στο οποίο κοιμόταν ο Τοσοδούλης. Ο Τοσοδούλης κοιμόταν τόσο βαθιά και δεν ξύπνησε παρά όταν βρέθηκε μέσα στο στόμα της αγελάδας στην οποία είχαν ταΐσει το σανό. «Θεέ μου» αναφώνησε «πως βρέθηκα μέσα στο στιλβωτήριο;», σύντομα όμως κατάλαβε που βρισκόταν. Τότε προσπάθησε με να αποφύγει τα δόντια της αγελάδας τα οποία θα τον κομμάτιαζαν και τελικά γλίστρησε μαζί με τον σανό στο στομάχι της αγελάδας. «Σε αυτό το καμαράκι ξέχασαν να βάλουν παράθυρα και δεν περνάει ο ήλιος» συμπέρανε, «ούτε καν ένα κεράκι δεν μου φέρανε.» Γενικά δεν του άρεσε καθόλου το μέρος και το χειρότερο ήταν ότι όλο και περισσότερος σανός έμπαινε από την πόρτα και ο χώρος γινόταν ολοένα και στενότερος. Τότε πανικόβλητος άρχισε να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»
    Η κοπέλα εκείνη τη στιγμή άρμεγε την αγελάδα και όταν άκουσε τον Τοσοδούλη χωρίς να τον βλέπει, θυμήθηκε ότι ήταν η φωνή που είχε ακούσει και την προηγούμενη νύχτα. Τόσο πολύ φοβήθηκε που γλίστρησε από το καρεκλάκι της και έχυσε το γάλα. Έτρεξε τότε στο σπίτι φωνάζοντας: «Πάτερ η αγελάδα μιλάει, ω Θεέ μου η αγελάδα μιλάει!» «Τρελάθηκες;» απάντησε ο παπάς αλλά πήγε και ο ίδιος στον στάβλο για να δει το συμβαίνει. Πριν καλά καλά φτάσει ο παπάς, ο Τοσοδούλης φώναξε ξανά: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!» Ο παπάς πίστεψε ότι κάποιος κακός δαίμονας είχε καταλάβει την αγελάδα και ζήτησε να την σφάξουν. Αφού τεμάχισαν το ζώο πέταξαν το στομάχι του μαζί με τον Τοσοδούλη στα σκουπίδια. Ο Τοσοδούλης δυσκολεύτηκε πολύ για να βγει από το πεταμένο στομάχι όταν όμως πλησίαζε να βγάλει το κεφάλι του μια νέα συμφορά τον βρήκε. Ένας πεινασμένος λύκος έφτασε γρήγορα και κατάπιε όλο το στομάχι κάνοντας το μία χαψιά. Ο Τοσοδούλης δεν έχασε το θάρρος του και σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να είναι συζητήσιμος.Έτσι άρχισε να φωνάζει «κύριε λύκε, ξέρω να σας οδηγήσω σε ένα μέρος όπου υπάρχει εξαίσιο φαγητό!» «Που μπορώ να το βρω;» ρώτησε ο λύκος. «Λοιπόν άκουσε με υπάρχει ένα σπίτι που θα να μπεις μέσα από την πόρτα της γάτας και εκεί θα βρεις άφθονα γλυκά, λαρδί και λουκάνικα» και του περιέγραψε πως να πάει στο σπίτι του πατέρα του. Ο λύκος άλλο που δεν ήθελε και το βράδυ στριμώχτηκε και μπήκε στο σπίτι.

    Καθώς έφτασε στην αποθήκη έφαγε όσο τραβούσε η καρδιά του. Όταν όμως χόρτασε και θέλησε να φύγει, είχε γίνει τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να βγει από τον ίδιο δρόμο. Αυτό το είχε υπολογίσει ο Τοσοδούλης και άρχισε μέσα από το σώμα του λύκου να φωνάζει και να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Σταμάτα να φωνάζεις» είπε ο λύκος «θα ξυπνήσεις τους ανθρώπους!» «Ε και;» απάντησε ο μικρός «εσύ έφαγες του σκασμού, τώρα θέλω να καλοπεράσω και εγώ» και άρχισε πάλι να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις. Επιτέλους ξύπνησαν οι γονείς του Τοσοδούλη και τρέξανε στην αποθήκη όπου είδαν από την κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει. Όταν είδαν ότι υπήρχε ένα λύκος έφυγαν και ο πατέρας έφερε ένα τσεκούρι ενώ η μητέρα ένα δρεπάνι. «Μείνε πίσω μου» είπε ο πατέρας όταν μπήκαν στην αποθήκη «αν δεν σκοτωθεί μετά το χτύπημα που θα του δώσω θα πρέπει να τον χτυπήσεις και εσύ για να τον κόψεις στα δύο.» Ο Τοσοδούλης που είχε ακούσει την φωνή του πατέρα του φώναξε: «πατέρα, είμαι εδώ μέσα στο σώμα του λύκου.» Ο πατέρας γεμάτος χαρά είπε «δόξα τον Θεό, το παιδάκι μας, μας ξαναβρήκε» και είπε στη γυναίκα του να αφήσει το δρεπάνι για να μη χτυπήσει τον Τοσοδούλη.
    Μετά χτύπησε τον λύκο στο κεφάλι με το τσεκούρι και τον σκότωσε με την μία. Η μητέρα έκοψε το σώμα του λύκου με ένα μαχαίρι και έβγαλε τον μικρό. «Πόσο πολύ ανησυχήσαμε για σένα!» είπε ο πατέρας. «Ναι , πατέρα περιπλανήθηκα πολύ στον κόσμο και δόξα τον Θεό μπορώ πάλι να αναπνέω καθαρό αέρα. » «Που πήγες και που βρέθηκες;» «Ήμουν σε μία ποντικότρυπα, στην κοιλιά μιας αγελάδας και στο στομάχι ενός λύκου: τώρα όμως θα μείνω μαζί σας!» «Και εμείς δεν θα σε ξαναπουλήσουμε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου!» είπαν οι γονείς που αγκάλιασαν και φίλησαν τον Τοσοδούλη. Του έδωσαν να φάει και να πιει και έβαλαν να του φτιάξουν καινούρια ρούχα γιατί τα παλιά είχαν καταστραφεί στο ταξίδι.